-
1 ομήν
-
2 ὁμήν
-
3 εθυόμην
ἐθῡόμην, θύω 1offer by burning: imperf ind mp 1st sgἐθῡόμην, θύω 2rage: imperf ind mp 1st sg -
4 ἐθυόμην
ἐθῡόμην, θύω 1offer by burning: imperf ind mp 1st sgἐθῡόμην, θύω 2rage: imperf ind mp 1st sg -
5 ειλυόμην
εἰλῡόμην, εἰλύωenfold: imperf ind mp 1st sgεἰλῡόμην, εἰλύωenfold: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
6 εἰλυόμην
εἰλῡόμην, εἰλύωenfold: imperf ind mp 1st sgεἰλῡόμην, εἰλύωenfold: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
7 ειρυόμην
ἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sg (epic ionic)εἰρῡόμην, ἐρύωdrag: imperf ind mid 1st sg (epic ionic)ἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sgἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sg (epic ionic)εἰρῡόμην, ἐρύωdrag: imperf ind mid 1st sg (epic ionic) -
8 εἰρυόμην
ἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sg (epic ionic)εἰρῡόμην, ἐρύωdrag: imperf ind mid 1st sg (epic ionic)ἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sgἐρύωdrag: imperf ind mp 1st sg (epic ionic)εἰρῡόμην, ἐρύωdrag: imperf ind mid 1st sg (epic ionic) -
9 ωρυόμην
ὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sgὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
10 ὠρυόμην
ὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sgὠρῡόμην, ὠρύομαιhowl: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) -
11 απεκληόμην
ἀποκλείωshut off from: imperf ind mp 1st sg (attic)ἀπεκληῑόμην, ἀποκλείωshut off from: imperf ind mp 1st sg (epic ionic) -
12 ἀπεκλῃόμην
ἀποκλείωshut off from: imperf ind mp 1st sg (attic)ἀπεκληῑόμην, ἀποκλείωshut off from: imperf ind mp 1st sg (epic ionic) -
13 διεκωλυόμην
διεκωλῡόμην, διακωλύωhinder: imperf ind mp 1st sg -
14 διελυόμην
διαλύωloose one from another: imperf ind mp 1st sg (epic)διελῡόμην, διαλύωloose one from another: imperf ind mp 1st sg -
15 διεπριόμην
διεπρῑόμην, διαπρίωsaw through: imperf ind mp 1st sg -
16 εκλυόμην
ἐκλύωset free: imperf ind mp 1st sg (epic)ἐκλῡόμην, ἐκλύωset free: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic)κλύωhear: aor ind mid 1st sgκλύωhear: imperf ind mp 1st sg -
17 ἐκλυόμην
ἐκλύωset free: imperf ind mp 1st sg (epic)ἐκλῡόμην, ἐκλύωset free: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic)κλύωhear: aor ind mid 1st sgκλύωhear: imperf ind mp 1st sg -
18 εκωλυόμην
-
19 ἐκωλυόμην
-
20 ελυόμην
ἐλύωroll round: imperf ind mp 1st sg (homeric ionic)λύωluo: imperf ind mp 1st sg (epic)ἐλῡόμην, λύωluo: imperf ind mp 1st sg
См. также в других словарях:
ὁμήν — ὁμός one and the same fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek
εἰλυόμην — εἰλῡόμην , εἰλύω enfold imperf ind mp 1st sg εἰλῡόμην , εἰλύω enfold imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρυόμην — ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυόμην — ἐθῡόμην , θύω 1 offer by burning imperf ind mp 1st sg ἐθῡόμην , θύω 2 rage imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυόμην — ὠρῡόμην , ὠρύομαι howl imperf ind mp 1st sg ὠρῡόμην , ὠρύομαι howl imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHALCIS — I. CHALCIS Graece Χαλκὶς, nomen avis, ἀπὸ τῆς χάλκης; quibusdam noctua est, quae Graecis γλαῦξ. Item piscis, et serpentis, quibus similiter non tam a patria, quam a colore coeurleo, de quo diximus supra in voce Calcha, illud haesit. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… … Dictionary of Greek