Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑσμίνῃ

См. также в других словарях:

  • υσμίνη — ἡ, Α (επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *jeu dh με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ επέκταση «πολεμώ» με την έννοια ότι η …   Dictionary of Greek

  • ὑσμίνη — ὑσμί̱νη , ὑσμίνη fight fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσμίνῃ — ὑσμί̱νῃ , ὑσμίνη fight fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσμῖναι — ὑσμίνη fight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσμῖνι — ὑσμίνη fight masc/fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσμίνας — ὑσμί̱νᾱς , ὑσμίνη fight fem acc pl ὑσμί̱νᾱς , ὑσμίνη fight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оимин — воин , только русск. цслав., ст. слав. оиминъ στρατιώτης (Супр.), мн. оими. Возм., родственно др. инд. yudhmas борец , yudhyati, yōdhati борется , авест. уаōšti ж. живость, подвижность , греч. ὑσμίνη схватка, сражение, бой , польск. judzic… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • STATARIA Fabula — Iul. Caes. Scaligero sedatior est et minus negotiosa, quales Hecyra et Asinaria, in quibus non ita discurritur, ut in Adelphis, Poetic. l. 1. c. 7. Quo respiciens Cicero in Bruto, Volo emm, inquit, ut in Scena, sic etiam in Foro, non eos modo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτανύω — ἐπιτανύω (Α) [τανύω] 1. τεντώνω, εκτείνω, απλώνω κάτι κάπου («ἐπιδέουσιν ἐπὶ τὴν ἴξιν τῆς κληῑδος ἐπιτανύοντες», Ιπποκρ.) 2. εξαπλώνω, σκορπίζω («Ζεὺς δ’ ἐπὶ νύκτ’ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ἐπιτανύομαι τεντώνω με δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»