-
1 υπεύθυνος
-
2 ὑπεύθυνος
-
3 ὑπεύθυνος
ὑπεύθῡνος, ον,A liable to give account for one's administration of an office, responsible, ὑ. ἀρχή, opp.μουναρχίη, Hdt.3.80;τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ A.Pr. 326
, cf. Ch. 715;οὐχ ὑπεύθυνος πόλει Id.Pers. 213
; ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν we who advise are responsible, while you who hear are irresponsible, Th. 3.43; οἱ ὑ., at Athens, magistrates who, on quitting office, had to give an account of their administration to examiners ([etym.] εὔθυνοι ) and (if they had handled public funds) to auditors ([etym.] λογισταί), Ar.Eq. 259, V. 102, Antipho 6.43, etc.;ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν And.4.30
; ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν, addressed to the spectators, who were 'auditors' and judges of the performance, Eup.223.2 c. gen., under liability for, answerable for, ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς Jusj. ap. D.24.150;προκλήσεως Id.45.43
; of slaves, σῶμα ὑ. ἀδικημάτων their body is liable for their misdeeds, i.e. they must pay for them with their body, Id.22.55; τῆς ἀγνοίας ὑ. held responsible for it, Id.18.196;τῆς φωνῆς Luc.Salt.27
.3 c. dat., ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ, Lycurg.129, 148, cf. BCH17.242 ([place name] Phrygia): c. dat. pers., responsible to another, dependent on him,ὑ. ὢν οὐδενί D.18.235
; διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ, etc., ib.189, cf. Aeschin.2.170;τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.Ind.Sto.21
.II Adv.- νως Poll.3.139
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεύθυνος
-
4 υπευθυνος
I2подотчетный, ответственныйαἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε Aesch. — я поручаю это (тебе) под твою ответственность;
διδόναι ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. — принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.;ὑπεύθυνον τέν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. — нести ответственность за свои советыIIὅ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph.(ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί)
-
5 υπεύθυνος
η, ο [ος, ον ] 1. ответственный;κομματικός υπεύθυνος — секретарь парторганизации;
υπεύθυνος υπάλληλος (συντάκτης) — ответственный работник (редактор);
υπεύθυνος δήλωσις — ответственное заявление;
2. (ο)1) ответственное лицо; 2) виновник;οι υπεύθυνοι της καταστροφής — виновники поражения
-
6 υπεύθυνος
[ипэфтинос] εκ. ответственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπεύθυνος
-
7 ὑπεύθυνος
-ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 1,23subject to [τινι] -
8 υπεύθυνος
[ипэфтинос] επ ответственный. -
9 ὑπεύθῡνος
ὑπ-εύθῡνος, rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; im Heliasteneide. Überh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr; auch = schuldig; τινί, unterworfen -
10 υπεύθυνος
responsable -
11 υπεύθυνος
odpowiedzialny przym. -
12 υπεύθυνος
1) odpovědný2) zodpovědný -
13 υπεύθυνος
responsibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπεύθυνος
-
14 responsable
υπεύθυνος -
15 odpovědný
υπεύθυνος -
16 zodpovědný
υπεύθυνος -
17 odpowiedzialny
υπεύθυνος -
18 görevli
υπεύθυνος, εντεταλμένος -
19 sorumlu
υπεύθυνος, (gorevli/yetkili) αρμόδιος -
20 responsible
[-səbl]1) (having a duty to see that something is done etc: We'll make one person responsible for buying the food for the trip.) υπεύθυνος2) ((of a job etc) having many duties eg the making of important decisions: The job of manager is a very responsible post.) υπεύθυνος, με ευθύνες3) ((with for) being the cause of something: Who is responsible for the stain on the carpet?) υπεύθυνος, υπαίτιος4) ((of a person) able to be trusted; sensible: We need a responsible person for this job.) υπεύθυνος, με αίσθηση υπευθυνότητας5) ((with for) able to control, and fully aware of (one's actions): The lawyer said that at the time of the murder, his client was not responsible for his actions.) υπεύθυνος
См. также в других словарях:
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεύθυνος — ὑπεύθῡνος , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ответственный — • Ύπεύθυνος (ответственный). Действительные государственные чиновники (α̉ρχαί) в Афинах были ответственны перед высшим правительством, в противоположность подчиненные (υ̉πηρέται); эта ответственность перед ευ̉θύναι и λογισταί была… … Реальный словарь классических древностей
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek