Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ὑπεύθυνοι

См. также в других словарях:

  • ὑπεύθυνοι — ὑπεύθῡνοι , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LOGISTAE — apud Athenienses, magistratus erant, forte capti, decem numero, apud quos rationes gesti sui magistratûs referebant cum οἱ εν ἀρχῇ, intra 30. ab abdicato magistratu dies. Hos eo sdem cum τοῖς Ε᾿υθύνοις, fuisse, putat Auctor Etymologici, diverso… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • АРХЭ —    • Άρχή, αρχειν, αρχων, άρχοντες,        1. при замене монархического образа правления республиканским атрибуты царской власти перешли к той власти, которая в государстве сделалась верховной, т. е. или к совокупности целого народа, или, в …   Реальный словарь классических древностей

  • EUTHYNI — Graece Εὔθυνοι, in Atheniensium Rep. Magistratus erant, quos cum Logistis, (apud quos rationes gesti sui Magistratus referebant οἱ εν ἀρχῇ, intra 30. ab abdicato Magistratu dies) eosdem facit Auctor Etymologici; sed aliud docet Philosophus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Επούλωνες — οι οι επτά ιερείς στη Ρώμη που ήταν υπεύθυνοι για τις εορταστικές συνεστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. epulones] …   Dictionary of Greek

  • Εργάτωνες — Ἐργάτωνες, οἱ (Α) οι υπεύθυνοι για την ταφή τών νεκρών στην αρχαία Κρήτη …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …   Dictionary of Greek

  • αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»