Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερώϊα

См. также в других словарях:

  • ὑπερώια — ὑπερώϊα , ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc pl (epic) ὑπερῴ̱ᾱ , ὑπερῷος upper fem nom/voc/acc dual ὑπερῴ̱ᾱ , ὑπερῷος upper fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῶια — ὑπερῷα , ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc pl ὑπερῷα , ὑπερῷος upper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερώια οστά — Ονομασία δύο μικρών οστών του προσώπου, ενός οριζόντιου και ενός κάθετου, που συμβάλλουν στο σχηματισμό των ρινικών κοιλοτήτων, του στόματος και των κoγχών των ματιών …   Dictionary of Greek

  • υπερώιος — α, ο / ὑπερώιος, ωΐη, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Α νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή») 2. φρ. «υπερώιο ιστίο» ανατ. η μαλακή υπερώα αρχ. ο ὑπερῴος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • νεόγναθα — τα ζωολ. υπέρταξη πτηνών τών οποίων ο οστέινος ουρανίσκος έχει δομή κατά την οποία η ύνις είναι ανεξάρτητη από τα υπερώια και πτεριγοειδή οστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neognathae (< νε[ο] + γνάθος)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιόγναθος — η, ο ζωολ. 1. όρος που αναφέρεται στην οργάνωση τού οστέινου ουρανίσκου τών πτηνών, όταν η ύνις, τα υπερώια και τα πτερυγοειδή οστά είναι συγκολλημένα μεταξύ τους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παλαιόγναθα πτηνά που έχουν τέτοιο ουρανίσκο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερῴα — ὑπερῴᾱ , ὑπερῴα palate fem nom/voc/acc dual ὑπερῴᾱ , ὑπερῴα palate fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερῴᾱ , ὑπερῴη fem nom/voc/acc dual ὑπερῴᾱ , ὑπερῴη fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερώϊα , ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»