Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὀλυμπίᾱσι

См. также в других словарях:

  • Ολυμπίασι — ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α) επίρ. στην Ολυμπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)] …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπίασι — Ὀλυμπίᾱσι , Ὀλυμπίασι Olympia indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπιάσι — Ὀλυμπιάς Olympian fem dat pl Ο)λυμπιάς Olympian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλαταιάσι — ή Πλαταιᾱσιν Α επίρρ. τοπ. στις Πλαταιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Πλαταιαί με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. Μουνυχίασι, Ολυμπίασι)] …   Dictionary of Greek

  • μουνυχίασι(ν) — (Α) επίρρ. στη Μουνυχία («ἡ ἐκκλησία μουνιχίασιν ἐν τῷ θεάτρῳ ἐγίγνετο», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Μουνυχία με σημ. τοπικού επιρρήματος (πρβλ. Ολυμπίασι)] …   Dictionary of Greek

  • πανηγυριστήριον — τὸ, Α τόπος όπου γίνονταν πανηγύρεις («ἐν τοῑς κοινοῑς τῆς Ἑλλάδος πανηγυριστηρίοις Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῑ καὶ Νεμέᾳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγυρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. λογισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπίασιν — Ὀλυμπίᾱσιν , Ὀλυμπίασι Olympia nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»