-
1 Ὀλυμπ
Ὀλυμπ,- Οὐλυμπ- Οὐλυμπ- only appears in the codd. in the form Οὔλυμπόνδε, O. 3.36, I. 4.55 and not elsewhere in choral lyric: while edd. accept Οὔλυμπος as an epicism, they differ in their acceptance of the non Homeric Οὐλυμπία. -
2 Ὀλυμπιεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιεῖον
-
3 Οὐλυμπ
Ὀλυμπ,- Οὐλυμπ- Οὐλυμπ- only appears in the codd. in the form Οὔλυμπόνδε, O. 3.36, I. 4.55 and not elsewhere in choral lyric: while edd. accept Οὔλυμπος as an epicism, they differ in their acceptance of the non Homeric Οὐλυμπία. -
4 Ὀλυμπία
A Olympia, district round Pisa and the Elean Olympus, where the Olympic games were held, Hdt.2.160, 5.22, etc. ; or Pisa itself, Pi.O.1.7, etc.:—also [full] Οὐλυμπία, ib.3.15. Adv. [full] Ὀλυμπίᾱσι, at Olympia, IG12.606, Ar.V. 1382, Lys. 1131, Th.1.143, And.4.25, Pl.Ap. 36d, D.21.145, etc.:—also [full] Ὀλυμπίαζε, to Olympia, Th.3.8, And 1.132,4.26, Thphr.Lap.16 ; [dialect] Dor. [full] Ὀλυμπιάνδις Theognost. Can.163 ; [full] Ὀλυμπίᾱθεν, from Olympia, St.Byz.II [full] Ὀλύμπια (sc. ἱερά), τά, the Olympic games, or games in honour of Olympian Zeus, Hdt.1.59, etc.: mostly without the Art.,Ὀλύμπια ἄγειν Id.8.26
; Ὀ. ἀναραιρηκώς having won at the Olympic games, Id.6.36 ; Ὀ. νικᾶν (v.νικάω 1.1
) ;Ὀ. δραμεῖν στάδιον Plu.2.179d
: also with the Art.,ποιεῖν τὰ Ὀ. X.HG7.4.28
;στέφεσθαι τὰ Ὀ. Luc.Merc.Cond. 13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπία
-
5 Ὀλυμπιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιακός
-
6 Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπ-ίᾱσι, Adv.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπίασι
-
7 Ὀλυμπιάς
A Olympian, epith. of the Muses, Il.2.491, h.Merc. 450, Hes.Th.25, 52 : then, generally, dweller on Olympus, goddess, Id.Fr.142.2 ; Ὀ. βασιλείης, of the Argive Hera, Phoronis 4 ;Ὀ. Χάριτες Ar.Av. 782
; ἤ τις Ὀλυμπιάδων θεᾶν, of the nymphs of the Mysian Olympus, S.Aj. 881 (lyr.).2 Ὀ. ἐλαῖαι olive-crowns of the Olympic games, Pi.N.1.17.II as Subst.,1 the Olympic games, Hdt.7.206 ;τῇ Ὀ. νικᾶν Id.6.103
;τὸ κλέος.. τᾶν Ὀλυμπιάδων Pi.O.1.94
, cf.2.3, al.2 (sc. νίκη) a victory at Olympia, the glory of an Olympic victory,Hdt.
6.70 ; Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι win a victory in the Olympic games, ib. 103, cf. 125 ;νικᾶν Ὀ. Id.9.33
, cf. Simon.152 ; later, any victory or triumph, Philostr.VA4.44.3 an Olympiad, i.e. the space of four years between the celebrations of the Olympic games, Timae.21, cf. SIG557.15 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιάς
-
8 Ὀλυμπίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπίας
-
9 Ὀλυμπικός
2 of Olympia, Olympic, ὁ Ὀ. ἀγών the Olympic games, Th.1.6, Ar.Pl. 583 ; ὁ Ὀ. λόγος title of work by Gorgias (Fr. 7): -κός, ὁ, name of a month in Elis, Inscr.Olymp.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπικός
-
10 Ὄλυμπος
Ὄλυμπος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; Οὐλύμπου, -ῳ, -ον coni.) home of the gods.1Ὀλύμπου σκοποὶ O. 1.54
ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων O. 2.12
τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (byz.: Ὀλύμπ- codd.) O. 13.92τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.64
Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.13
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (Tricl.: Ὄλυμπ- codd.) N. 10.84 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν (Hermann: Ὀλύμπ- codd.) fr. 30. 4. μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5. Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου Pae. 22.6
]πρὸς [Ὄ]λυμπον[ Θρ. 7. 15.------------------------------------Ὄλυμπος (?) an early poet. v. test. ad fr. 157. -
11 Ὀλυμπία
Ὀλυμπία (-ίας, -ίᾳ: Οὐλυμπίᾳ coni., - ία coni.) in Elis, where was held the quadriennial festival of Olympian Zeus.1μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων (byz.: Ὀλυμπ- codd.) O. 3.15 στεφάνων τῶν Οὐλυμπίᾳ (byz.: Ὀλ- codd.) O. 5.2στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.26
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
ἔνεποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.83
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.2
νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.25
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις (byz.: Ὀλ- codd.) P. 8.36 Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε (τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47 Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε (Er. Schmid: Ὀλυμπίᾳ codd.) N. 4.75ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
pro pers., μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων, Οὐλυμπία (byz.: Ὀλυμπ- codd.) O. 8.1 -
12 Ουλυμπ-
эп.-ион. = Ὀλυμπ- -
13 Ὀλυμπιονίκας
a of an Olympic victorΘήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) O. 4.8τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88
b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται O. 11.7
τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
-
14 Ὀλυμπόθεν
1 from Olympos Οὐλυμπόθεν μαινάδ' ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν (byz.: Ὀλυμπ- codd.) P. 4.214 [Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (supp. Lobel) Δ. 4. 37. -
15 Οὔλυμπ-
См. также в других словарях:
ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Σπαρτιάς — άδος, ἡ, Α Σπαρτιάτισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + κατάλ. ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
Στρυμονίας — και ιων. τ. Στρυμονίης, ὁ, Α (στη Θράκη) ονομασία ανέμου που έπνεε από τον ποταμό Στρυμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στρυμών, όνος + κατάλ. ίας (πρβλ. Ολυμπ ίας)] … Dictionary of Greek
καικίας — Μυθολογικό πρόσωπο. Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Στο Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στην Αθήνα, ο Κ. απεικονίζεται ως γέρος… … Dictionary of Greek
καταπορθμίας — καταπορθμίας, ὁ (Α) ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις ιας (πρβλ. ολυμπ ίας)] … Dictionary of Greek
κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… … Dictionary of Greek
κωλίζομαι — (Α) [κώλον] 1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.) 2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα … Dictionary of Greek
ορεστίας — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… … Dictionary of Greek
ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
συκοφαντίας — ὁ, Α (ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα ίας (πρβλ. καικ ίας, Ολυμπ ίας)] … Dictionary of Greek