-
101 τυφλός
1 blind met.τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23
τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. -
102 φαίνω
φαίνω (φαίνων, -οισα; -έμεν: aor. ἔφᾶνας, ἔφᾶνεν: pass. φαίνεται; φαινομέναν; impf. ἐφαίνετο: aor. φᾰνη, ἔφᾰνεν, [ἔφ]α[ν]θεν Snell; φᾰνείη; φᾰνείς, -έντος, -έντα; φᾰνῆναι: pf. πέφανται.)a act., show, make known οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (sc. Πυθέας, winner in boys' pancratium) N. 5.6οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.17
ἑάν τ' ἔφανεν φυὰν Pae. 20.12
add. inf., ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (byz.: ἔφανες codd.) I. 4.2 add. part.,ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.171
b pass.,I appear, show oneselfὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
μελέων, τὰπαρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.34
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.29
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι ( φανερὰν Σ paraphr.) N. 9.21ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” I. 6.53 c. pr. subs., μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47.τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67
πάτραι δ' [ἔφ]ᾳ[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (supp. Snell: [ἔπ]ᾳ[χ]θεν Lobel: sc. the Seriphians) Δ. 4. 41. add. part.,Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
add. inf.,ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
II pf., be shown, prove to beπέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115
νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (sc. Ἀλκιμίδας) N. 6.13 -
103 γυναικοπληθής
γῠναικο-πληθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοπληθής
-
104 δαί
δαί, colloquial form of δή, used after interrogatives, to express wonder or curiosity,Aτίς δ. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; Od.1.225
;ποῦ δ. νηῦς ἕστηκε; 24.299
, cf. A.D.Synt.78.2 (but wrongly read by Aristarch. forδ' αἱ Il.10.408
): freq. in Com.,τί δ. σὺ.. πεποίηκας; Ar.Eq. 351
; mostly in a separate clause,τίδ.;
what? how?Pherecr.
93, Ar.Eq. 171, al.;τί δ. σύ; Id.Av. 136
;πῶς δ.; Id.V. 1212
; dub. l. in A.Pr. 933, Ch. 900, S.Ant. 318, but prob. to be read E.Med. 1012, Ion 275, al.: freq. in codd. of Pl., but prob. f.l. for δέ, as in Ar.Ach. 912. -
105 δημότης
A one of the people, commoner, opp. a man of rank, Tyrt.4.5, Hdt.2.172, 5.11, X. Cyr.2.3.7;ἄνδρα δ. S.Aj. 1071
; ;δ. τε καὶ ξένος E.Supp. 895
;δημόται καὶ πένητες X.Mem.1.2.58
:—fem. [full] δημότις, ιδος, opp. βασίλισσα, Plb.22.20.2: pl., opp. εὐγενέσταται, D.C.62.15.2 = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι speak popularly, Hp.VM 2, cf. Acut.8;ἀμαθίη τῶν δ. Id.Art.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημότης
-
106 εὐπροσόμιλος
εὐπροσ-όμῑλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπροσόμιλος
-
107 θαμβέω
A to be astounded,οἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν Il.8.77
, cf.B.5.84;οἱ δ' ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον Od.4.638
, etc.;καὐτὸς τεθάμβηκ' S.Ant. 1246
; .2 c. acc., to be astonished at,θάμβησαν δ' ὄρνιθας Od.2.155
, cf. 16.178;τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ Ἀθάνα Pi.N.3.50
;τέρας δ' ἐθάμβουν A.Supp. 570
(lyr.): in late Prose, Plu.Aem.34.II later also causal, alarm, LXX 2 Ki.22.5;τοὺς ὀφθαλμούς τινος PMag.Par. 1.237
:—[voice] Pass., to be astounded, Ev.Marc.1.27, POxy.654.7, PMag. Leid.W.11.39; τεθαμβημένος astounded, Plu.Brut.20;διά τινος Id.Caes.[45]
. -
108 θεσπέσιος
θεσπέσιος, α, ον, also ος, ον E.Andr. 296 (lyr.), Luc.Sacr.13: (perh. for θες-σπέσιος, cf. θεός, ἔσπον):—prop. of the voice,b oracular,γένος Pi.P.12.13
(of the Graiae);δάφνα E.
l.c.; θ. ὁδός the way of divination, of Cassandra, A.Ag. 1154 (lyr.); εὐχαῖς ὑπὸ θ. with prayers to the gods, Pi. I.6(5).44.II more than human: hence, awful, of natural phenomena,θ. νέφος Il. 15.669
;ἀχλύς Od.7.42
;λαῖλαψ 9.68
; marvellous,χάρις 2.12
; θ. ἄωτον, χαλκός, 9.434, Il.2.457; θ. ὀδμή a smell divinely sweet, Od.9.211; ὀσμὴ θ. Hermipp.82.9; of human affairs, θ. φύζα, φόβος, Il.9.2, 17.118;πλοῦτος 2.670
;ἠχή 8.159
;βοή Od.24.49
;θ. ὅμιλος Theoc. 15.66
: also in Prose,τέχνη θ. τις καὶ ὑψηλή Pl.Euthd. 289e
;θ. βίος Id.R. 365b
; θ. καὶ ἡδεῖα ἡ διαγωγή ib. 558a;σοφοὶ καὶ θ. ἄνδρες Id.Tht. 151b
, cf. Philostr.Dial.1;φύσεις Id.VS2.9.2
;θ. τὴν γνώμην Luc. Alex.4
.III Adv. -ίως, θ. ἐφόβηθεν they trembled unspeakably, Il.15.637: neut. θεσπέσιον as Adv.,θ. ὑλᾶν Theoc.25.70
; alsoἀπόζει θ. ὡς ἡδύ Hdt.3.113
;ὠδώδει θ. οἷον Plu.Alex.20
; θεσπεσίηθεν divinely,ἀρηρότα Emp.96.4
. —Chiefly [dialect] Ep., once in Hdt., twice in Trag. (lyr.), once in Ar. (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσπέσιος
-
109 ναύτης
A seaman, sailor, Il.19.375, Sapph.Supp.9.8, Pi.P.4.188, Pl.Plt. 302a, etc.: as Adj.,ν. ὅμιλος E.Hec. 921
(lyr.); by sea, opp. πεζός (by land), A.Pers. 719 (troch.).II passenger by sea,ναύτην ἄγειν τινά S.Ph. 901
: metaph., συμποσίου ναῦται mates in the drinking bout, Dionys.Eleg.5. -
110 ναύφρακτος
ναύ-φρακτος, [dialect] Att. [suff] ναύ-φαρκτος Phot. ( ναύφ[....]ος IG12.296.30), ον: ([etym.] φράσσω):—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύφρακτος
-
111 πέλω
πέλω and [full] πέλομαι, only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.:—[voice] Act., mostly [ per.] 3sg. πέλει, Il.9.134, Sol. 13.16, Pi.P.4.145 (s.v.l.), A. Ch. 534 ; [ per.] 1sg.A ; [ per.] 2sg.πέλεις Nonn. D.44.193
; [ per.] 3pl.πέλουσι AP7.56
, [dialect] Dor.πέλοντι Pi.O.6.100
: [tense] impf.πέλεν Il.8.64
, Hes. Sc. 164, Ar. Pax 1276 (hex.),ἔπλεν Il. 12.11
,ἔπελεν Pempel.
ap. Stob. 4.25.52 ; rarely in other persons, ἔπελες, πέλες, Pi. O. 1.46, Q. S.3.564 ; [dialect] Aeol. [ per.] 1pl.πέλομες Theoc. 29.27
(s. v. l.) ; imper.πέλε A.
R. 1.304 ; subj. ,πέλῃ Theoc. 28.22
; opt.πέλοι Pi. P. 1.56
, A. Pers. 526, etc. ; inf. , 801, Ch. 304 ; [dialect] Ep. πελέναι (v.l. πελέμεν) Parm. 8.45 ; Part. (lyr.):—more freq. in [voice] Med. in same sense, (lyr.), 199,πέλεται Il.11.392
, Alc.26,49, etc.,πελόμεσθα Theoc. 13.4
,πέλεσθε A.R.2.643
,πέλονται Il. 10.351
, S.Aj. 159 (anap.), Archyt. ap. Stob. 3.1.106 (nisi leg. πέλοντι): [tense] impf. [ per.] 3pl.πέλοντο Il.9.526
: [tense] aor. (always augmented)ἔπλεο 1.418
, etc. ; [var] contr.ἔπλευ 9.54
, etc. ;ἔπλετο 22.116
, Hes. Th. 836, Sapph. Supp. 23.26, Emp. 21.2, B. 1.31 ; [dialect] Ion. Iterat.πελέσκεο Il.22.433
,πελέσκετο Hes. Fr. 14.4
, Antim. Col.3 P. ; imper.πέλευ Il.24.219
,πελέσθω A.
R. 1.1320 ; subj. πέληται, -ώμεθα, -ωνται, Il.3.287, 6.358, 16.128 ; opt.πέλοιτο 22.443
, A.Ag. 255 (lyr.) ; inf.πέλεσθαι A.
R. 1.160 ; part. , 810,πλόμενος Euph. 58
(as Hom. in the compds. ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος). —Poet. and [dialect] Aeol., [dialect] Dor., and [dialect] Ion. Prose, Pittac. ap. D. L. 1.81, Archyt. l. c., Aret. CA1.4 :—come into existence, become, be:A as Subst. Verb,οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο Il.24.524
;ὀδόντων καναχὴ πέλεν 19.365
; ;εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
;ἄθλων, οἶά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται Od.8.160
;τιμὴν.. ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ' ἀνθρώποισι πέληται Il. 3.287
; ; τῷ δ' ἤδη δεκάτη.. πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ it was the tenth day since his departure, Od. 19.192 ;γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη 5.392
;ἂν κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο Il.13.677
, cf. Od.4.441 ;σέο δ' ἐκ τάδε πάντα πέλονται Il.13.632
; ;ἐν δὲ γυνὴ.. πέλεν Od.24.211
; τὰ δ' ὀλοὰ πελόμεν' οὐ παρέρχεται when once in being they pass not away, A. Th. 768 (lyr.), cf. Supp. 123, 810 (both lyr.).B as Copula:1 become,αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται Od. 1.393
, cf. Il.24.219 ;λύκων ἤϊα πέλονται 13.103
;ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.68
; ἦ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο.. ὀξὺ βέλος πέλεται quite otherwise does my spear become sharp, i. e. in a very different way does my (emphat.) spear prove its edge, Il.11.392, cf. A.Ag. 392(lyr.).2 be,οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158
;τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο Od. 14.20
; , cf. Il. 10.351, 23.431 ;ῥεῖά τ' ἀριγνώτη πέλεται Od.6.108
;ὀξύτατον πέλεται φάος Il.14.345
, cf.A.Ag. 1124 (lyr.), Eu. 233, S.Ant. 333 (lyr.), E.Med. 520, etc.—In Lesbian verse the Copula, which is usu. omitted, is sts. expressed by πέλεται and πέλονται, as Sapph. 101.3 in [tense] aor., to have become: hence, to be, τίς.. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; what gathering is this? Od.1.225 ; ;ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστιπόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il.6.434
: with part.,λελασμένος ἔπλευ 23.69
; (so as Subst. Verb, Od.2.364) ; in similes, Il.2.480, 8.556. ( πελ- fr. q[uglide]el-'turn', cf. τέλομαι, πόλος, ἀμφι-, ἐπι-, περι-πέλομαι, also ἐπιτέλλω (B), περιτέλλομαι, Skt. cárati 'move' ; for the sense cf. Germ. werden, cogn. with Lat. verto.) -
112 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
113 περιτρέχω
A , - : [tense] aor.περιέδρᾰμον Id.Eq.56
; but inf. - : [tense] pf. -a, - δέδρομα (v. infr. 11.1b):— run round and round, τὸ δῶμα π., said by a drunken man, Thgn.505 ;π. τὰ κυνίδια X.Oec.13.8
;π. δεῦρο Ar.V. 138
; π. εἰς ταὐτόν come round, return to the same point, Pl.Tht. 200c, cf. Clit.l.c.2 run about everywhere,οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Cratin.52
;κύκλῳ π. καὶ βοᾶν Alex.174.1
;π. ὅπῃ τύχοιμι Pl.Smp. 173a
, cf. Lys.30.21 : generally, to be in motion, circulate, Plot.6.3.24 ; ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης flexibility of movement, of a surgeon operating, Plu.2.67e.3metaph., to be current, in vogue, ; ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία common society, Id.Ep. 333e ; ὀνόματα περιτρέχοντα current, D.H.Din.2 ; τέχνη περιτρέχουσα, of Rhetoric, comprehensive art, ars circumcurrens, Quint.Inst.2.21.7.II c. acc., run round,τὴν λίμνην κύκλῳ Ar.Ra. 193
; run round searching,τὴν Πύκνα πᾶσαν Id.Th. 657
; run up to from all sides,τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Hdt.8.128
.b of things, esp. in [tense] pf. - δέδρομα, encompass, surround,περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676
;φήμη κακὴ -δέδρομεν αὐτούς Man.2.298
;ὠκεανὸς π. γαῖαν D.P.41
, cf. Theoc.Ep.4.5.2 metaph., circumvent, take in, Ar.Eq.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρέχω
-
114 πλάνης
A wanderer, vagabond, ib. 1029, E.IT 417, Isoc.19.6 : c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete. 342b28 ; and, simply, οἱ π. Id.APo. 78a30,Fr. 196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ π. Arist. Cael. 290a19.3 πλάνητες [ πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf.πλανήτης 11.2
.II as Adj.,ἄπορος καὶ π. βίος Plu.Brut.33
;π. ὅμιλος Polem.Call.18.56
: as fem.,πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9
. -
115 πλεῖστος
A most, greatest, largest, in number, size, extent, etc., π. ὅμιλος, λαός, Il.15.616, 16.377, etc.;π. κακόν Od. 4.697
;πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων Hes.Fr.33.1
;π. εὐκλείας γέρας S.Ph. 478
; most in vogue,Pl.
Prt. 342a;π. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικόν X.HG7.1.23
, etc.; τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι, ἡ π. γνώμη, Hdt.7.220 (s.v.l.), 5.126; πλεῖστον σχήσειν, as [comp] Sup. of πλέον ἔχειν (v. πλείων), Th.7.36.2 with Art.,οἱ π.
the greatest number,Id.
4.90, etc.; τὸ π. τοῦ βίου the greatest part of.., Pl.Lg. 718a, etc. (also same gender as the foll. Noun, ὁ π. τοῦ βίου, ἡ π. τῆς στρατιᾶς, Th.1.5, 7.3);τῇ ὄψει τοῦ θαρσεῖν τὸ π. εἰληφότες Id.4.34
;τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ π. E.Supp. 408
.II Special usages: with relat., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι subdue the greatest number that they possibly could, Hdt.6.44;ὡς ἂν δύνωνται πλεῖστα IG12.98.4
, cf. 109.10, 113.37;ὁπόσσω κα πλείστω ἄξιος ᾖ Berl.Sitzb.1927.160
([place name] Cyrene);ὅς κα πλεῖστον διδῷ ἀποδόμενοι Leg.Gort.5.48
;ὡς π. χρόνον Pl.Grg. 481b
;ὅτι π. Th.6.64
, etc.: coupled with εἷς (q.v.),εἷς ἀνὴρ π. πόνον ἐχθροῖς παρασχών A.Pers. 327
: in comp. sense,πλείστον ἄξια ἢ ὥς τις οἴεται Hp.Art.57
(but πλεῖστα ἤ is corrupt in Hdt.2.35).III Adv. usages: most,Il.
19.287, Hes.Th. 231, etc.;ὡς π. X.An.2.2.12
: sts. added to a [comp] Sup.,π. ἐχθίστη S.Ph. 631
;π. ἀνθρώπων.. κάκιστος Id.OC 743
;τὴν π. ἡδίστην θεῶν E.Alc. 790
: πλεῖστα as Adv., Pi.P.9.97, S.OC 720, etc.;πολλάκις μὲν.., π. δὲ.. Pl.Hp.Ma. 281b
; π. χαίρειν, freq. in letters, POxy. 742 (i B.C.), etc.2 with Art., τὸ π. at most,ἡμερῶν τεσσάρων τὸ π. Ar.V. 260
, etc.;τὰ π.
for the most part,Pl.
Criti. 118c, etc.; opp. ἐνίοτε, Arist.HA 563a31.—The form πλείστως is cited by Gal.17(1).855 from Hp.Epid.6.1.10 ( πλεῖστα codd.).IV with Preps.:1 διὰ πλείστου furthest off, in point of space or time, Th.4.115,6.11.3 ἐπὶ πλεῖστον over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space, time, or extent,ἐπὶ π. χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127
;ἐπὶ π. τοῦ γενησομένου Th.1.138
;ἐκ τοῦ ἐπὶ π. Id.1.2
; ἐπὶ π. ἀνθρώπων ib.1; ὡς ἐπὶ π. or ὡς ἐπὶ τὸ π., for the most part, Id.4.14, Pl.Lg. 720d.4 κατὰ τὸ π. for the most part, Plb.11.4.7, etc.5 περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.6 ἐν τοῖς πλεῖσται, v. ὁ, ἡ, τό, A. v111. 6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεῖστος
-
116 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
. -
117 πολύτροπος
A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13, 439;τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt. 291b
; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi. 364e ([comp] Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; alsoπόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33
;στρατεία Eun.Hist. p.223D.
III various, manifold,ξυμφοραί Th.2.44
; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr. 471, Nat.28.1 (p.7V.);κακά Ph.2.567
;ἔθνη Plu.Marc.12
;τύχαι Id.Alc.2
;ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3
;τὸ π. Phld.Sign.26
. Adv.- πως
in many manners, Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: [comp] Comp.,- ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5
G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτροπος
-
118 Σκύθης
AΣκύθᾰ Thgn.829
, Ar.Th. 1112, etc.:— Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach. 704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13.II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018, 1026, Lys. 451; cf. .2 = ἱπποτοξότης, Ael. Tact.2.13. -
119 στεφανόω
στεφᾰν-όω, [voice] Med., Syracusan [ per.] 2sg. imper. στεφάνουσο Sch.Theoc. 11.42:—[voice] Pass., [tense] fut.I used by Hom. and Hes. only in [voice] Pass., to be put round in a circle or as a rim or border, and hence to be put round, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται round about the aegis is Terror wreathed, Il.5.739; ; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.10.195: rarely c. acc., τείρεα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται constellations which heaven has all round it, Il.18.485, cf. Hes. Th. 382, IG42(1).129.9 (Epid.); of a crowd of spectators surrounding a dancing-floor, ; περὶ δ' ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο around were.. riches in a circle placed, Hes.Sc. 204: so in later [dialect] Ep., A.R.3.1214, Q.S.5.99, Orph.A. 45, etc.: also in [voice] Act., περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν made a fence round, Opp.C.4.90.2 to be surrounded, ἐστεφανωμένος τιάραν μυρσίνῃ having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.1.132; πεδία ἐστεφάνωται ὄρεσιν are surrounded by.., Hp.Aër.19; ὅπλοισιν πόλις Epigr. ap. Paus.9.15.6;χθὼν ἅτε νῆσος -ωται D.P.4
: so in [voice] Act., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσεν Id.1006
.II after Hom. in [voice] Act., crown, wreathe,χαίταν Pi.O.14.24
; Ὀρέστην ς. E.Or. 924;κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Id.Ba. 177
; στεφάνοις ib. 101 (lyr.); c. gen., ;σ. τινὰ ὡς σωτῆρα And.1.45
;τὸν νικῶντα θαλλῷ Pl.Lg. 946b
;νῖκαι σ. τινά Pi.N.11.21
; of crowning a corpse, Ar.Ec. 538; a tomb, IG12.1037, Sammelb.7457.10 (iii/ii B.C.), Luc.Cont.22, PLips.30.2 (iii A.D.); ships, Plu.2.981e; of the nuptial crown, LXX Ca.3.11; κατηρῶντο τοῖς ἐστεφανωμένοις newly wedded couples, Lib.Or.33.29; στεφανοῦν εὐαγγέλια crown one for good tidings, Ar.Eq. 647; στεφανοῦσα, title of a statue by Praxiteles (v. ), cf. Ath.12.534d:—[voice] Pass., to be crowned or rewarded with a crown, Hdt.7.55, 8.59, PCair.Zen. l.c., 2 Ep.Ti.2.5;ἐλαίᾳ Pi.O.4.13
;ποίᾳ Id.P.8.19
;φυτὸν στεφανούμενος Ach.Tat.1.5
;σ. καὶ ἀνακηρύττεσθαι And.2.18
:—[voice] Med., crown oneself,στεφανωσαμένη δρυῒ καὶ.. σπείραισι δρακόντων S.Fr. 535
(anap.);στεφανοῦσθε κισσῷ E.Ba. 106
(lyr.);στεφανωσάμενος καλάμῳ Ar.Nu. 1006
; στεφανωσάμενος αὐτόν (sc. τὸν στέφανον) Phalar.Ep.40;στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων Philostr.Her. 12a
.2;τῆς πίτυος D.Chr.9.10
: also abs., of one going to sacrifice, Th.4.80;τῷ θεῷ X.HG4.3.21
; at a festival, Ar.Ach. 1145, Men.518.15, etc.; win a crown, of the victor at the games, Pi. O.7.15,81, 12.17, N.6.19:—[voice] Pass., c. dupl. acc.,ἐστεφανώθη Ἐλεύθερος.. Ἁδριάνεια πάλην IG22.2087.64
(ii A.D.).2 crown as an honour or reward (cf.στέφανος 11.2b
), D.19.193, Theopomp.Hist. 239, Men.84, IG22.212.30 (iv B.C.), etc.; reward by a gift of money, etc. (cf.στέφανος 11.5
),Καλλισθένην ἑκατὸν μναῖς Lycurg.Fr.19
, cf. D.S.14.53, Plu. Tim.16;σ. τινὰ πεντακοσίοις ἀργυρίου ταλάντοις, χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ Plb.13.9.5
: also ἐστεφανωκότος.. τὰς δυνάμεις χρυσῶν μυριάδων τριάκοντα Gauthier et Sottas Décret trilingue en l' honneur de Ptolémée IV p.67 (iii B.C.).3 metaph., confer glory upon, decorate, honour,τινὰ μολπᾷ Pi.O.1.100
; ; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων τὴν πόλιν (by a victory in the games) And.4.26; , cf. Critias 4 D.;ἔργοις γένος TAM 1.44
([place name] Xanthus); [τὸ ῥόδον] ἐγκωμίῳ Philostr.Ep.51
;ἀριστείοις D.S.4.32
;πανοπλίᾳ Id.20.84
:—[voice] Pass.,σοφίας ἀριστεῖα ἐστεφανοῦτο Philostr.Her.10.4
.5 crown with the badge of office, esp. of persons sacrificing, Lys.26.8:—[voice] Pass., X.An.7.1.40; of magistrates in office,ὁ ἐστεφανωμένος ἄρχων D.21.17
;βούλεται -ωθῆναι ἐξηγητείαν PRyl.77.37
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανόω
-
120 στρατιώτης
Aστρατιῶτα Philem.155
: ([etym.] στρατιά):— soldier, Hdt.4.134, al., Cratin.143, IG12.60.12, etc.;στρατιώτας καταλέγειν Ar.Ach. 1065
; σ. μισθωσάμενος, of Pisistratus, Arist.Ath. 15.2; ἄνδρες ς., in a speech, Th.7.61; collectively, in sg., ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ ς. Id.6.24; also of soldiers serving on ship-board, Id.2.88.2 later, professional soldier,= μισθοφόρος, Arist.EN 1116b15, cf.Archestr.Fr.61; soldier in Ptolemaic and Roman Egypt, PEnteux. 54.8 (iii B.C.), OGI86.12 (iii B.C.), PLond.1.142.4 (i A.D.), etc.;Κάσσανδρος τῶν Ἀπολλωνίου στρατιωτῶν PCair.Zen.301.1
(iii B.C.).II water-lettuce (σ. ἔνυδρος Gal.12.131
), Pistia Stratiotes, Meno Iatr.6.22, Dsc.4.101; σ. χιλιόφυλλος, Achillea Millefolium, yarrow or milfoil, ib.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατιώτης
См. также в других словарях:
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο 1. ομάδα ανθρώπων, παρέα, συντροφιά. 2. σωματείο, εταιρεία, σύλλογος: Εκπαιδευτικός, ορειβατικός όμιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅμιλος — ὅμῑλος , ὅμιλος any assembled crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εκπαιδευτικός Όμιλος — Σωματείο που ίδρυσαν το 1910 στην Αθήνα λογοτέχνες, εκπαιδευτικοί και πολιτευόμενοι, με σκοπό να βοηθήσουν «να αναμορφωθεί με τον καιρό η ελληνική εκπαίδευση». Κατά την άποψή τους, η εκπαίδευση θα βελτιωνόταν αν εφαρμοζόταν η διδασκαλία της… … Dictionary of Greek
Ροταριανός Όμιλος — (Rotary Club). Διεθνής ιδιωτική οργάνωση, που ιδρύθηκε στο Σικάγο το 1905 από τον δικηγόρο Π. Χάρις. Αποτελεί ένωση των κατά τόπους επιχειρηματικών, βιομηχανικών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών κύκλων και επιδιώκει την πραγματοποίηση της… … Dictionary of Greek
Cyprus Amateur Radio Society — Όμιλος Ραδιοερασιτεχνών Κύπρου Cyprus Amateur Radio Society Abbreviation CARS Type Non profit organization Purpose/focus Advocacy, Education … Wikipedia
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Panathinaikos FC — Infobox Football club clubname = Panathinaikos F.C. current = Panathinaikos F.C. season 2008 09 fullname = P.A.E. Panathinaikos nickname = Prasinoi (The Greens) Trifylli (Trefoil) founded = 1908(as P.O.A. [cite web |url=http://www.pao.gr/category … Wikipedia
Panathinaikos — Panathinaïkos Panathinaïkós Générali … Wikipédia en Français
Panathinaïkos (football) — Infobox club sportif Panathinaïkós … Wikipédia en Français
θεόμιλος — θεόμιλος, ον (Μ) αυτός που συνομιλεί με τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όμιλος (< όμιλος), πρβλ. δυσ όμιλος, εξ όμιλος] … Dictionary of Greek