Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁρᾶτε

См. также в других словарях:

  • ὁρᾶτε — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres imperat act 2nd pl (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 2nd pl (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 2nd pl (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρᾶθ' — ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres imperat act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 2nd pl (epic) ὁρᾶται , ὁράω Inscr. destombeaux des… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρᾶτ' — ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres imperat act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 2nd pl (epic) ὁρᾶται , ὁράω Inscr. destombeaux des… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • видѣти — ВИ|ДѢТИ (видѣти6000), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Видеть, воспринимать зрением: мь||глоу видѩть [пьяницы] въ очию и оутапаѭть. (βλέπουσι) Изб 1076, 266 266 об.; Врата небесьнаѩ възьмѣтесѩ видѩще. двьрь вышьнѩаго. въходѩщоу съ славою. Стих 1156 1163, 98;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δύσποτμος — δύσποτμος, ον (Α) άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.) …   Dictionary of Greek

  • καθαγισμός — καθαγισμός, ὁ (Α) [καθαγίζω] 1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς 2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»