Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁρατήρ

См. также в других словарях:

  • ορατήρ — ὁρατήρ, ῆρος, ὁ (Α) ορατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα τού ὁρῶ* + επίθημα τήρ (πρβλ. οπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὁρατήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»