-
1 ορατικος
31) способный видеть(τὰ ὄμματα Arst.; ἥ δύναμις Plut.)
2) предназначающийся для зрения, глазной(θεραπεύματα Diog.L.)
-
2 ορατικός
-
3 ὁρατικός
-
4 ὁρᾱτικός
ὁρᾱτικός, zum Sehen gehörig, dazu führend; διναμις, Sehkraft, Plut. def. or. 42, öfter; τὸ ὁρατικῶς κινούμενον, S. Emp. adv. math. 7, 355.
-
5 ὁρᾱτικός
ὁρᾱτικός, zum Sehen gehörig, dazu führend -
6 ὁρατικός
-ή,-όν A 0-0-0-1-0=1 Prv 22,29able to see, observant (of mental vision)→LSJ RSuppl -
7 ὁρατικός
A able to see,τὰ ὄμματα ὁ. τῶν πόρρωθεν Arist.GA 781a1
; of persons, Ph.1.336, al.;- κὴ διάνοια Id.2.19
: abs.,ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι Arist.Metaph. 1049b15
; the power of sight,Id.
GA 716a30 ;ἡ ὁ. δύναμις Plu.2.433d
; - κῶν πόνοι pains in the eyes, Vett. Val. in Cat.Cod.Astr.8(1).168, cf. Nech. ap. Vett. Val.279.33. Adv.- κῶς S.E.M.7.355
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρατικός
-
8 προ-ορᾱτικός
προ-ορᾱτικός, ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
-
9 παρ-ορᾱτικός
παρ-ορᾱτικός, ή, όν, zum Uebersehen gehörig, geneigt, τοῦ συμφέροντ ος, Plut. Symp. 7, 10, 2.
-
10 καθ-ορᾱτικός
καθ-ορᾱτικός, ή, όν, zum Durchschauen geschickt, einsichtsvoll, Poll. 9, 151.
-
11 δι-ορᾱτικός
δι-ορᾱτικός, ή, όν, der etwas durchschauen kann, scharfsichtig, τινός, Luc. salt. 4 u. Sp.
-
12 ἐφ-ορᾱτικός
ἐφ-ορᾱτικός, ή, όν, zur Aufsicht geschickt, τὸν δεσπότην ἐφορατικὸν δεῖ εἶναι τῶν ἔργων Xen. Oec. 12, 19.
-
13 ὑπερ-ορᾱτικός
ὑπερ-ορᾱτικός, ή, όν, = ὑπεροπτικός, Poll. 9, 147.
-
14 ορατικά
ὁρατικόςable to see: neut nom /voc /acc plὁρατικά̱, ὁρατικόςable to see: fem nom /voc /acc dualὁρατικά̱, ὁρατικόςable to see: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ὁρατικά
ὁρατικόςable to see: neut nom /voc /acc plὁρατικά̱, ὁρατικόςable to see: fem nom /voc /acc dualὁρατικά̱, ὁρατικόςable to see: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ορατικών
-
17 ὁρατικῶν
-
18 ορατικόν
-
19 ὁρατικόν
-
20 διορατικος
См. также в других словарях:
ὁρατικός — able to see masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορατικός — ή, ό (Α όρατικός, ή, όν) αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει αρχ. 1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
ὁρατικά — ὁρατικός able to see neut nom/voc/acc pl ὁρατικά̱ , ὁρατικός able to see fem nom/voc/acc dual ὁρατικά̱ , ὁρατικός able to see fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικῶν — ὁρατικός able to see fem gen pl ὁρατικός able to see masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικόν — ὁρατικός able to see masc acc sg ὁρατικός able to see neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικαῖς — ὁρατικός able to see fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικαί — ὁρατικός able to see fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικοῖς — ὁρατικός able to see masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικοί — ὁρατικός able to see masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικοῦ — ὁρατικός able to see masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατικούς — ὁρατικός able to see masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)