-
1 Όπλης
-
2 Ὅπλης
-
3 Οπλής
-
4 Ὁπλής
-
5 οπλής
-
6 ὁπλῆς
-
7 όπλης
-
8 ὅπλης
-
9 Όπλητας
-
10 Ὅπλητας
-
11 Όπλητες
-
12 Ὅπλητες
-
13 Όπλητος
-
14 Ὅπλητος
-
15 Οπλήτος
-
16 Ὁπλῆτος
-
17 χελιδών
χελῑδ-ών, όνος, ἡ (even of the male, S.E.M.1.151); but masc., metaph. of men, Ion Trag.33, cf. Hdn.Gr.1.25: voc. χελιδοῖ, as if from a nom. χελιδώ, Anacr.67, Simon.74, Ar.Av. 1411 (anap.), AP9.70 (Mnasalc., withA v.l. χελιδόν, as in Anacreont.9.2 cod.):—swallow, Od.21.411, 22.240, Hes.Op. 568, Hdt.2.22, Democr.14, etc.:πέδοικος χ. A.Fr.53
, cf. Ar.Av. 714 (anap): prov.,μία χ. ἔαρ οὐ ποιεῖ Cratin.33
(cf. Arist.EN 1098a18);δεῖσθαι δ' ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χ. Ar.Av. 1417
, cf. 1681; χ. λευκή, of a rare event, Thphr.Sign.39; the twittering of the swallow was prov. used of barbarous tongues by the Greeks,εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη A.Ag. 1050
: hence ὁ χ., = ὁ βάρβαρος, Ion l.c.;Θρῃκία χ. ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.Ra. 681
(lyr.); χελιδόνων μουσεῖα bowers that ring with poetasters' twitterings, ib.93 (parodied from ἀηδόνων μουσεῖα in E., v. Fr.88).2 metaph. of letters,τῶν σῶν χ. αἱ ἡμέτεραι πλείους Lib.Ep.46.2
.II flying-fish, Dactylopterus volitans, hirondelle de mer, Ephipp.12.5 (anap.), Speus. ap. Ath.7.324f;χ. θαλάττιαι Arist.HA 535b27
.III frog in the hollow of a horse's foot (expld. by Hsch. τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς), so called from its being forked like the swallow's tail, X.Eq. 1.3, 4.5, 6.2, Poll.1.188.2 the like part of a dog's foot, Suid.4 hollow above the bend of the elbow, Hsch.6 a kind of ship, Suid.7 a Peloponnesian silver coin, Id. ( Χελιδφών as pr.n., IG92(1).86 (Corinthian, found at Thermon); cf. Assyr. hinundu, Lat. hirundo.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χελιδών
См. также в других словарях:
Ὁπλής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλης — Ὅπλευς masc nom pl Ὅπλευς masc nom/voc pl Ὅπλης nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όπλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους τέσσερις γιους του Ίωνα, πατέρας της Μήτας, πρώτης συζύγου του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας, από τον οποίο ονομάστηκαν Oπλήτες, μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής. Ο Πλούταρχος όμως υποστηρίζει ότι το… … Dictionary of Greek
ὁπλῆς — ὁπλέω make ready pres ind act 2nd sg (doric) ὁπλή hoof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπλης — ὁπλέω make ready imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁπλῆτος — Ὁπλής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητας — Ὅπλης masc/fem acc pl Ὅπλητες masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητες — Ὅπλης masc/fem nom/voc pl Ὅπλητες masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητος — Ὅπλης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκρήνη — Ονομασία δύο πηγών, που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, από χτύπημα της οπλής του Πήγασου στο έδαφος. 1. Πηγή που ανάβλυσε στην Τροιζήνα ή κοντά στην πόλη αυτή, όταν ο Βελλερεφόντης, έφιππος στο φτερωτό του άλογο, ζήτησε από τον Πιτθέα… … Dictionary of Greek
περιστενίτιδα — η, Ν (κτην.) χρόνια φλεγμονή τών στεφανιαίων δακτυλίων τής οπλής τών ιπποειδών, που καθιστά ανώμαλη την επιφάνεια τού τοιχώματος τής οπλής … Dictionary of Greek