Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λειχήν

См. также в других словарях:

  • λειχήν — λειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βλ. λειχήνας …   Dictionary of Greek

  • λειχήν — tree moss masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆνα — λειχήν tree moss masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆνας — λειχήν tree moss masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆνες — λειχήν tree moss masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆνι — λειχήν tree moss masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆνος — λειχήν tree moss masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆσι — λειχήν tree moss masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχῆσιν — λειχήν tree moss masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχήνων — λειχήν tree moss masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»