Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ὅπλητες

См. также в других словарях:

  • Όπλητες — Ὅπλητες, οἱ (Α) μία από τις τέσσερεις αρχαίες φυλές τής Αττικής πριν από τη μεταρρύθμιση τού Κλεισθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να προέρχεται από τον τ. Ὅπλης, ητος (< ὅπλον), πρβλ. γυμνῆτες: γυμνός, κουρῆτες: κοῦρος. Σύμφωνα με μία άποψη, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ὅπλητες — Ὅπλης masc/fem nom/voc pl Ὅπλητες masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГОПЛЕТЫ —    • Όπλητες,          см. Φυλή, Фила, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • ФИЛА —    • Φυλή,          племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αργαδείς — Μία από τις τέσσερις παλιές φυλές της Αττικής, που περιλάμβανε τους εργατικούς, τους ασχολούμενους με τη γη και τις τέχνες (οι άλλες ήταν οι Αιγικορείς, Γελέοντες και Όπλητες) …   Dictionary of Greek

  • Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Όπλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους τέσσερις γιους του Ίωνα, πατέρας της Μήτας, πρώτης συζύγου του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας, από τον οποίο ονομάστηκαν Oπλήτες, μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής. Ο Πλούταρχος όμως υποστηρίζει ότι το… …   Dictionary of Greek

  • Ὅπλητας — Ὅπλης masc/fem acc pl Ὅπλητες masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»