-
1 όστια
όστια ηоблатка – просфора из опресночного хлеба в Католической Церкви. Облатка от лат. oblatio – «приношение»Этим.< лат. hostia «заклание, жертва» -
2 όστια
η церк., фарм, облатка -
3 όστια
(Katoliklerde) kutsal -
4 παλιν(ν)οστία
η уст. см. παλιν[ν]όστηση -
5 παλιν(ν)οστία
η уст. см. παλιν[ν]όστηση -
6 капсула
капсулаж ἡ κάψουλα, τό καψούλι, ἡ ὅστια. -
7 облатка
-и θ.1. περιτύλιγμα φαρμακευτικών σκονακιών•лекарство в -ах φάρμακο σε σκονάκια.
|| χαπάκι, δισκίο, κουφέτο.2. χαρτάκι περ ικόλλησης.3. η όστια (άζυμο ψωμί των καθολικών). -
8 πάσσω
πάσσω, [dialect] Att. [full] πάττω Ar.Nu. 912: [tense] fut. πάσω [ᾰ] Crates Com. 14.10, Ar.Eq.99 ( κατα-): [tense] aor.A and in compds.:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπᾰσάμην ib.3 Ma.1.18 :— [voice] Pass., [tense] aor. ἐπάσθην ([etym.] ἐπ-) Pl.R. 405e : [tense] pf. , etc.: [tense] plpf.ἐπέπαστο A.R.1.729
, : Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf., and these only in Il.:— sprinkle, ἐπὶ.. ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων laying healing drugs upon a wound, Il.5.401, 900, etc.;τὰ Δέλφιδος ὀστία πάσσω Theoc.2.21
; esp. sprinkle salt, c. gen. partit., πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο sprinkle some salt, Il. 9.214 ;π. τῶν ἁλῶν ἐὶ τὸ πῦρ Luc. DMeretr.4.5
.2 besprinkle, οὔκουν.. σεαυτὸν ἁλσὶ πάσεις ; Crates Com. l. c., cf. Thphr. Char.9.2 ; χρυσῷ, ῥόδοις π. τινά, Ar.Nu. 912, 1330.II [voice] Med., sprinkle oneself with ashes, LXX 3 Ma.1.18. -
9 ὀστέον
ὀστέον, τό, [dialect] Att. [var] contr. [full] ὀστοῦν, poet. [full] ὀστεῦν AP7.480 (Leon.); [dialect] Aeol. perh. [full] ὄστιον Alc.Oxy.2081 (A d)Fr.5: pl. ὀστέα, [dialect] Att. [var] contr. ὀστᾶ, late [dialect] Ep. ὀστά [ᾰ] Opp.C.1.268, Epigr.in D.L.1.63, Epigr.Gr.517.7 ([place name] Edessa); [dialect] Dor.ὀστία Theoc.2.61
; but Trag. and Com. use gen. pl. ὀστέων, A.Fr. 367 (codd. Poll.), S.Tr. 769, Ar.Ach. 1226, and it is so written in E.Tr. 1177 where metre requires ὀστῶν: and the un[var] contr. forms generally occur in later Prose, as in Arist. (v. infr.); nom.ὀστέον PLit.Lond.167.17
(ii/iii A. D.); dat. pl.ὀστέοις Diog.Oen.39
; [dialect] Ep. gen. pl. ὀστεόφιν (v. infr.):— bone, freq. in Hom. (Il.4.460, al.) and Hp. (VC1, al.); Hes. only in pl., Th. 540, al.; λεύκ' ὀστέα the bleached bones of the dead, Od.1.161, etc.;σάρκας τε καὶ ὀστέα 9.293
; πολὺς δ' ἀμφ' ὀστεόφιν θίς a huge heap of bones around, 12.45;ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι 14.134
;γυμνοῦσι τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν Hdt.4.61
; ὀστέων στέγαστρον, of the skin, A.Fr. 367;ἀρχὴ τῶν ὀστῶν ἡ καλουμένη ῥάχις Arist.PA 54b11
; esp. of the cranium, Hp.VC2, al., cf. Il. 12.185.II metaph., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς πόδα, i.e. rocks, Choeril.Trag.2 ( ὀστοῖσιν Nauck). -
10 ῥίζα
Grammatical information: f.Meaning: `root', also metaph. `origin, stem, base' (Il.).Dialectal forms: Myc. wiriza \/wriza\/.Compounds: Several compp., a.g. ῥιζο-τόμος m. `root-cutter, -gatherer, herbalist', πολύ-ρριζος `having many roots, rich in roots' (Hp., Thphr.).Derivatives: 1. ῥιζίον n. `little root' (Ar., Thphr.), pl. - έα (Nic., - εῖα Al. 265), prob. after ὀστέα beside (Dor.) ὀστία. 2. ῥιζίας m. ( ὀπός) `root juice' (: καυλίας; Thphr.). 3. adj. ῥίζ-ώδης `rootlike' (Thphr., Hero), - ικός `belonging to roots' (Plu.), - ινος `made of roots' ( PHolm.), - αῖος `serving as a base' (Sardes). 4. adv. ῥίζ-ηθεν (A. R.), - όθεν (Nic., Luc.) `out of the root'; - ηδόν `in a rootlike way' (Hld.). 5. verb ῥιζόομαι ( ἐρρίζωται), - όω (- ῶσαι), also w. ἐν-, ἐκ-, κατα- a.o. `to strike root, to root, to provide with roots, to affirm, to consolidate' (Od.; cf. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) with ῥίζ-ωμα n. `original ground, origin, rootworks' (A., Emp., Thphr.; Porzig Satzinhalte 188f.), - ωσις f. `striking root' (Philol., Thphr. a.o.). -- On ῥίζα and compounds and derivv. extens. Strömberg Theophrastea 5 8 ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From Aeol. βρίζα appears PGr. *Ϝρίδ-ι̯α, which differs in vocalism from Lat. rādīx = rād-ī-c-s (with enlarging -c- as e.g. in genetrī-x); in both cases we have a ι̯α-, resp. ī-deriv. of a noun, which is also found in Germ. and Celt.: ONorse rōt f. `root' from PGm. *u̯rōt-, IE *u̯rād-, which may be seen also in Lat. rād-īx (cf. below); beside it, with i-stem and zero grade Goth. waurts, OE wyrt, OHG MHG wurz `herb, root', PGm. *u̯urt-i-, IE *u̯r̥d(-i)-; Celt., e.g. Welsh gwraidd coll. `roots' with ī-suffix but the root vocalism has not been explained. The Germ. and Celt. forms and ῥίζα cannot represent a weak- or reduced grade; in spite of Schwyzer 352 who wants to assume a vowel i representing a reduced grade. (Lat. rādīx, but not ONorse rōt, can represent IE *u̯rHd-, but in other forms there is no laryngeal.) So the foms cannot be explained as yet, and we must reckon with loans. (Vine UCLA Indo-European Studies I 1999, 5-30 does not solve the problem.) -- Toch. B witsako `root' remains to be explained (hypothesis by v. Windekens Lex. étym. s.v.). Further forms w. lit. in WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. rādīx. Cf. ῥάδαμνος, ῥάδιξ. Cf. also NGr. (Rhodos) ῥόζος `root', a cross of ῥίζα and ὄζος `branch' (Hatzidakis Άθ. 29, 180ff.).Page in Frisk: 2,655-656Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥίζα
-
11 kapsül
κάψουλα, όστια
См. также в других словарях:
Όστια Αρχαία — Τοποθεσία κοντά στο σημερινό προάστιο της Όστιας, περίπου 20 χλμ. ΝΔ της Ρώμης. Η ονομασία της πόλης, η οποία βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 2 χλμ. από τη θάλασσα, προέρχεται από την εκβολή του Τίβερη (Ostium), όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε… … Dictionary of Greek
όστια — η 1. ο καθαγιασμένος άζυμος άρτος που προσφέρεται στους πιστούς ως θεία μετάληψη κατά την ρωμαιοκαθολική λειτουργία και ο οποίος ονομάστηκε έτσι από τη διδασκαλία περί Θείας Ευχαριστίας ως θυσίας 2. (φαρμ.) είδος κάψουλας από άζυμο άρτο μέσα στην … Dictionary of Greek
όστια — η (λ. λατ.) 1. άζυμο ψωμί που χρησιμοποιείται από την καθολική εκκλησία για μετάληψη των πιστών της. 2. κάψα από άζυμο ψωμί, όπου κλείνεται φάρμακο με δυσάρεστη γεύση για εύκολη λήψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Остия — (Ostia, Ωστια, Όστία) город в древнем Лации, при устье Тибра; гавань Рима, позднее колония; заложена Анком Марцием. С увеличением благосостояния и ростом Рима совпадало и процветание О., главного торгового центра римской торговли. Как место… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
κορποράλε — το (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) μικρό κομμάτι λευκού λινού υφάσματος το οποίο στρώνει ο ιερέας στην Αγία Τράπεζα για να εναποθέσει το Άγιο Ποτήριο και την όστια κατά τη θεία λειτουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corporale, ουδ. τού επιθ. corporalis… … Dictionary of Greek