Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀρεσί-τροφος

См. также в других словарях:

  • οικότροφος — η, ο (Α οικότροφος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή 2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός αρχ. αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος +… …   Dictionary of Greek

  • δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) …   Dictionary of Greek

  • ορείτροφος — ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί τροφος] …   Dictionary of Greek

  • ωρεσίτροφος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὠρείτροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίτροφος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»