Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Όλυμπίας

  • 1 Ολυμπίας

    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπία
    Olympia: fem acc pl
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπία
    Olympia: fem gen sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc pl
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ολυμπίας

  • 2 Ὀλυμπίας

    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπία
    Olympia: fem acc pl
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπία
    Olympia: fem gen sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc pl
    Ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ὀλυμπίας

  • 3 ολυμπίας

    ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc pl
    ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ολυμπίας

  • 4 ὀλυμπίας

    ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc pl
    ὀλυμπίᾱς, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὀλυμπίας

  • 5 Ὀλυμπιάς

    Ὀλυμπιᾰς (-ιάς, -ιάδος, -ιάδι, -ιάδα; -ιάδων)
    b subs., Olympic festival

    τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3

    ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63

    εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

    c pl. pro subs., Olympian goddesses

    Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις P. 11.1

    Lexicon to Pindar > Ὀλυμπιάς

  • 6 Ολυμπιάς

    Ὀλυμπιάς
    Olympian: fem nom sg
    Ο)λυμπιάς
    Olympian: fem nom sg

    Morphologia Graeca > Ολυμπιάς

  • 7 Ὀλυμπιάς

    Ὀλυμπιάς
    Olympian: fem nom sg
    Ο)λυμπιάς
    Olympian: fem nom sg

    Morphologia Graeca > Ὀλυμπιάς

  • 8 Ὀλυμπιάς

    Ὀλυμπιάς, pl. Ὀλυμπιάδες: Olympian, epith. of the Muses, Il. 2.491†.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὀλυμπιάς

  • 9 Ὀλυμπιάς

    Ὀλυμπ-ιάς, άδος, , = fem. of Ὀλύμπιος,
    A Olympian, epith. of the Muses, Il.2.491, h.Merc. 450, Hes.Th.25, 52 : then, generally, dweller on Olympus, goddess, Id.Fr.142.2 ; Ὀ. βασιλείης, of the Argive Hera, Phoronis 4 ;

    Ὀ. Χάριτες Ar.Av. 782

    ; ἤ τις Ὀλυμπιάδων θεᾶν, of the nymphs of the Mysian Olympus, S.Aj. 881 (lyr.).
    2 Ὀ. ἐλαῖαι olive-crowns of the Olympic games, Pi.N.1.17.
    II as Subst.,
    1 the Olympic games, Hdt.7.206 ;

    τῇ Ὀ. νικᾶν Id.6.103

    ;

    τὸ κλέος.. τᾶν Ὀλυμπιάδων Pi.O.1.94

    , cf.2.3, al.
    2 (sc. νίκη) a victory at Olympia,

    τοῖσι Λακεδαιμονίοισι Ὀλυμπιάδα προσέβαλε

    the glory of an Olympic victory,

    Hdt.6.70

    ; Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι win a victory in the Olympic games, ib. 103, cf. 125 ;

    νικᾶν Ὀ. Id.9.33

    , cf. Simon.152 ; later, any victory or triumph, Philostr.VA4.44.
    3 an Olympiad, i.e. the space of four years between the celebrations of the Olympic games, Timae.21, cf. SIG557.15 (iii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιάς

  • 10 Ὀλυμπίας

    Ὀλυμπ-ίας ἄνεμος, ,
    A the WNW. wind, elsewh. Ἀργέστης or Ἰᾶπυξ, Arist.Mete. 363b24, Mu. 394b26, Lyd.Mens.4.119.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπίας

  • 11 Ολυμπία

    Ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπία
    Olympia: fem nom /voc /acc dual
    Ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπία
    Olympia: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc /acc dual
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc voc sg
    Ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc voc sg (attic)
    Ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc gen sg (doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (epic)
    ——————
    Ὀλυμπίαι, Ὀλυμπία
    Olympia: fem nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπία
    Olympia: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίαι, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ολυμπία

  • 12 ολυμπία

    ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc /acc dual
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc voc sg
    ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc voc sg (attic)
    ὀλυμπίᾱ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc gen sg (doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom sg (epic)
    ——————
    ὀλυμπίαι, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ολυμπία

  • 13 Ζεύς

    Ζεύς (Ζεύς, Δᾰός, Δ, [Διί codd.], Δία, Ζεῦ; Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα.)
    1 genealogical relationships. son of Kronos,

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί P. 4.171

    πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    ] Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. O. 2.12 husband of Hera,

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον P. 2.27

    Διὸς ἄκοιτιν P. 2.34

    cf. N. 7.95 husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. O. 2.12 brother of Hestia and Hera,

    Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    lover of Aigina,

    Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6

    Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) I. 8.18 lover of Alkmene, P. 4.171

    τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα P. 9.84

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    lover of Danae, N. 10.11 lover of Leda, P. 4.171 lover of Semele O. 2.27, and of Thyone,

    ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.98

    lover of Thebe, I. 8.18, cf. test., fr. 290. lover of Ganymede,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.45

    prospective lover of Thetis, ( Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) I. 8.35 cf. I. 8.27 father of Apollo & Artemis,

    παίδων Διός P. 3.12

    father of Athena,

    αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ( Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. O. 7.36 father of Herakles,

    Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.44

    παῖς Διὸς N. 1.35

    , cf. P. 9.84, I. 6.42 ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes,

    Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79

    father of Aiakos, N. 7.84, I. 8.18, cf. Pae. 15.5 father of Korinthos,

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    father of Muses,

    κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96

    father of Graces O. 14.14 father of Fortune,

    παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.1

    father of Truth,

    θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4

    father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.
    2 king and all powerful father of gods and men.

    πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    Ζεὺς πατήρ O. 2.27

    ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Ζεὺς πατὴρ P. 3.98

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    , N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29

    παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55

    ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) I. 6.42 Ζεὺς πατήρ fr. 93. v.

    πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35

    Ζηνὶ βασιλέι I. 8.18

    , cf. O. 7.34, N. 7.82, N. 10.16

    ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1

    εὐρυτίμου Διός O. 1.42

    Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.14

    πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. O. 2.12, O. 14.12

    Διὸς ὑψίστου N. 1.60

    Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    , cf. P. 5.122

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    οὐρανίου Διός Pae. 20.9

    v. also,

    μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος P. 4.291

    ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth O. 2.58 παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    3 as patron and cult god. of the Aiakidai;

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα N. 3.65

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας N. 5.7

    of the Eratidai;

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23

    of the Blepsiadai;

    Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ O. 8.16

    of the Aiolidai; “ μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167, cf. P. 4.107 as Ζεὺς γενέθλιος, v. O. 8.16, P. 4.167 as

    Ζεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον O. 5.17

    σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. I. 6.8 as

    Ζεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    , cf.

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.29

    as

    Ζεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8

    cf. N. 5.33 as

    Ζεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96

    cf. O. 13.108, N. 10.48 as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene P. 9.64 as

    Ζεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα O. 12.1

    as

    Ζεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115

    Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67

    , cf. N. 10.29 as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya P. 9.53, cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina.

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου N. 5.10

    ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125

    as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes.

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87

    as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. Pae. 6.114 as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia.

    Πίσα μὲν Διός O. 2.3

    Διὸς πανδόκῳ ἄλσει O. 3.17

    cf. O. 10.45

    σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν O. 5.17

    βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70

    Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός O. 10.24

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106

    μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) P. 7.15

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    as

    Ζεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ N. 4.9

    Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ N. 7.80

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) N. 2.24
    4 as master of the elements.

    ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ O. 4.1

    ὑψινεφὲς Ζεῦ O. 5.17

    Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Δία τε φοινικοστερόπαν O. 9.6

    αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ O. 9.42

    ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52

    πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.81

    Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    cf. N. 9.25, N. 10.8, 71.

    ὀρσινεφὴς Ζεὺς N. 5.35

    κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.10

    ἐρισφάραγος ( Ζεύς) fr. 15.
    5
    a Zeus' emblem the eagle.

    Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88

    Διὸς αἰετός P. 1.6

    χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4

    b giver of oracles and omens.

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάνP. 4.23 cf. P. 4.197, N. 9.19

    Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60

    κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.35

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    cf. O. 6.5, O. 6.70, O. 8.3 Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.
    c giver of blessings.

    Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.95

    τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν P. 4.107

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122

    Ζεῦ, μεγάλαι δ

    ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4

    μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29

    Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1.
    d punishes Ixion,

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40

    punishes Apharetidai,

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65

    Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71

    punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    frees Titans,

    λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291

    buries Amphiareus,

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν N. 10.8

    his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον)

    ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.47

    e as prelude,

    ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ)

    Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) O. 2.79

    χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61

    ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.49

    τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaks

    Πα... ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig.,

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης ( φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι ( νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266.

    τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ Pae. 6.145

    Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ] Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5.

    Lexicon to Pindar > Ζεύς

  • 14 Ολυμπίαι

    Ὀλυμπία
    Olympia: fem nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπία
    Olympia: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ολυμπίαι

  • 15 Ὀλυμπίαι

    Ὀλυμπία
    Olympia: fem nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπία
    Olympia: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    Ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ὀλυμπίαι

  • 16 Ολυμπίαν

    Ὀλυμπίᾱν, Ὀλυμπία
    Olympia: fem acc sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίᾱν, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg (attic epic doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg

    Morphologia Graeca > Ολυμπίαν

  • 17 Ὀλυμπίαν

    Ὀλυμπίᾱν, Ὀλυμπία
    Olympia: fem acc sg (attic doric aeolic)
    Ὀλυμπίᾱν, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg (attic epic doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg

    Morphologia Graeca > Ὀλυμπίαν

  • 18 ολυμπίαι

    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ολυμπίαι

  • 19 ὀλυμπίαι

    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc nom /voc pl
    ὀλυμπίᾱͅ, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὀλυμπίαι

  • 20 ολυμπίαν

    ὀλυμπίᾱν, Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg (attic epic doric aeolic)
    Ὀλυμπίας
    the WNW. wind: masc acc sg

    Morphologia Graeca > ολυμπίαν

См. также в других словарях:

  • Ὀλυμπιάς — Olympian fem nom sg Ο)λυμπιάς Olympian fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • ολυμπίας — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυμπίας — Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπία Olympia fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl Ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλυμπίας — ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc acc pl ὀλυμπίᾱς , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπίας, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (769 τ. χλμ.) του νομού Ηλείας με πρωτεύουσα την Ανδρίτσαινα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

  • Αρχαίας Ολυμπίας, δήμος — Δήμος (11.069 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Άσπρων Σπιτιών, Βασιλακίου, Ηρακλείας, Καμένης, Καυκωνίας, Κλαδέου, Κοσκινά, Κρυονερίου… …   Dictionary of Greek

  • ὀλυμπίαι — Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc pl ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Олимпиада единица времени — (Όλυμπιάς) так называлась у греков, единица времени, состоявшая из 4 лет, между двумя последовательными празднованиями олимпийских игр. Эрой греческого времясчисления была первая О., падающая на 776 г. до Р. Х. Тимей Сицилийский (около 264 г. до… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»