Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄρειος

См. также в других словарях:

  • ὄρειος — of masc nom sg ὄρειος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… …   Dictionary of Greek

  • οὔρειον — ὄρειος of masc acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὔρειος of masc acc sg οὔρειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειοτέρων — ὄρειος of fem gen comp pl ὄρειος of masc/neut gen comp pl ὄρειος of fem gen comp pl ὄρειος of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρείων — ὄρειος of fem gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/neut gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen pl (epic ionic) οὔρειος of fem gen pl οὔρειος of masc/neut gen pl οὐρεῖον fortress neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρείου — ὄρειος of masc/neut gen sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen sg (epic ionic) οὔρειος of masc/neut gen sg οὐρεῖον fortress neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρειος — ὄρειος of masc nom sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem nom sg (epic ionic) οὔρειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειοτέροισι — ὄρειος of masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) ὄρειος of masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείους — ὄρειος of masc acc pl ὄρειος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρειοι — ὄρειος of masc nom/voc pl ὄρειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρειᾶν — ὄρειος of masc/fem gen pl (epic doric ionic) οὔρειος of masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»