-
1 ολόψας
-
2 ὀλόψας
-
3 ὀλόπτω
ὀλόπτω, zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen; στήϑεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίηφι, Callim. Dian. 76, wie ὠλόψατο χαίτην, Antip. Sid. 99 (VII, 241). Auch = abschälen, abhäuten, καὶ χλοεροῦ νάρϑηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, Nic. Th. 595 (also wohl mit λόπος verwandt).
См. также в других словарях:
ὀλόψας — ὀλόψᾱς , ὀλόπτω pluck out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)