-
1 ώλοψε
-
2 ὤλοψε
См. также в других словарях:
ὤλοψε — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… … Dictionary of Greek