-
1 ὀλοεργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλοεργός
-
2 ὀλοός
Grammatical information: adj.Meaning: `destructive, sinister, ominous' (Il.).Other forms: Also ὀλοιός (A 342, Χ 5, h. Ven. 224), ὀλώιος (Hes. Th. 591, Nonn.), οὑλοός (A. R.), voc. ὀλέ (Alcm. 55), ὀλόεις (S. Tr. 521, lyr.).Compounds: As 1. member in ὀλοό-φρων `of ruinous intention, pondering on evil', of ὕδρος, λέων, σῦς κάπρος (Il.), also of Ἄτλας, Αἰήτης, Μίνως (Od.); see Tièche Mus. Helv. 2, 69 f., Armstrong ClassRev. 63, 50; also ὀλο-εργός, - εργής `having a destructive effect' (Nic., Man.) with ο pushed out (cf. Schwyzer 252 f.).Etymology: To ὀλέ-σαι, ὄλε-θρος etc. (s. ὄλλυμι), so prob. through *ὀλε-Ϝός \> *ὀλο-Ϝός (J. Schmidt KZ 32, 332f., 337, Schwyzer 472 w. lit.). -- The formal variants are all secondary: ὀλοιός with οι for ο (Chantraine Gramm. hom. 1, 168; cf. on οἰέτεας), οὑλοός with metr. lengthening and after οὖλος, ὀλώϊος after ὀλοφώϊος. ὀλόεις with poetical enlargement (Schw. 528 w. lit.), ὀλέ (voc.) from *ὀλοέ (or *ὀλε[F]έ?) with vowelloss; cf. ὤ μέλε and Hdn. 1, 154, 14.Page in Frisk: 2,380-381Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀλοός
См. также в других словарях:
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek