-
1 βαρυεργής
βᾰρῠ-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυεργής
-
2 δολοεργής
δολο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοεργής
-
3 εὐθυεργής
εὐθῠ-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυεργής
-
4 κακοεργής
κᾰκο-εργής, ές, poet.,A = κακοεργός, IG12(5).229.15 ([place name] Paros), Man. 1.249.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργής
-
5 κοινοεργής
κοινο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοεργής
-
6 λιθοεργής
λῐθο-εργής, ές, = sq. 1,AΜέδουσα Opp.C.3.222
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοεργής
-
7 λινεργής
λιν-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινεργής
-
8 λινοεργής
λῐνο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοεργής
-
9 λυκοεργής
λῠκο-εργής, ές,A f.l. for Λυκιο- in Hdt.7.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκοεργής
-
10 μεγαλοεργής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργής
-
11 μεγαλοεργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργικός
-
12 μυλοεργής
μῠλο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλοεργής
-
13 νεοεργής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοεργής
-
14 πολυεργής
II = sq. 11, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυεργής
-
15 πορφυροεργής
πορφῠρο-εργής, ές,A wrought of purple, EM63.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυροεργής
-
16 πυροεργής
πῠρο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυροεργής
-
17 ταχυεργής
τᾰχῠ-εργής, ές,A = ταχυεργός, App.BC3.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυεργής
-
18 χρυσεργής
χρῡσ-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεργής
-
19 ἁλιεργής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιεργής
-
20 ἠριεργής
A grave-digger, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠριεργής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… … Dictionary of Greek
ευθυεργής — εὐθυεργής, ές (Α) ο κατεργασμένος με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + εργής (< έργον) πρβλ. ευ εργής, κακο εργής] … Dictionary of Greek
ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] … Dictionary of Greek
κοινοεργής — κοινοεργής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο εργής, νεο εργής] … Dictionary of Greek
λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] … Dictionary of Greek
λιθοεργής — λιθοεργής, ές (Α) λιθοεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, Λυκιο εργής] … Dictionary of Greek
λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] … Dictionary of Greek
ετεροεργής — ἑτεροεργής, ές (Μ) ο ετεροενεργής («ἑτεροεργῆ καὶ ἑτερούσιον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εργής (< έργον), πρβλ. ευ εργής] … Dictionary of Greek
λιθουργής — λιθουργής, ές (AM) κατασκευασμένος από πέτρα («λιθουργὲς εἰκόνισμα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, κακ ουργής] … Dictionary of Greek
μυλοεργής — μυλοεργής, ές (Α) κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] … Dictionary of Greek