Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλολῡγών

См. также в других словарях:

  • ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ὀλολυγών — ὀλολῡγών , ὀλολυγών croaking of the male frog fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυγόνα — ὀλολῡγόνα , ὀλολυγών croaking of the male frog fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυγόνος — ὀλολῡγόνος , ὀλολυγών croaking of the male frog fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυγόσιν — ὀλολῡγόσιν , ὀλολυγών croaking of the male frog fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»