-
1 ολολυγων
- ῶνος ὅ1) кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.2) неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr. -
2 ενδιαω
(impf. iter. Theocr. ἐνδιάασκον)1) (на открытом воздухе) жить, обитать(ἥ ὀλολυγὼν ἐνδιάουσα βάτοις, перен. μνήμη τινὸς ἐνὴ τεύχεσι βίβλων ἐνδιάει Anth.)
2) пасти под открытым небом(μῆλα Theocr.)
3) тж. med. блистать, сиять, сверкать(ἐλπὴς ἐνδιάει τοῖς ὄμμασι Anth.; ἀκτῖνες ἐνδιάονται HH.)
-
3 τρυζω
См. также в других словарях:
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek
ὀλολυγών — ὀλολῡγών , ὀλολυγών croaking of the male frog fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγόνα — ὀλολῡγόνα , ὀλολυγών croaking of the male frog fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγόνος — ὀλολῡγόνος , ὀλολυγών croaking of the male frog fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγόσιν — ὀλολῡγόσιν , ὀλολυγών croaking of the male frog fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)