-
1 ολολυγόνα
-
2 ὀλολυγόνα
См. также в других словарях:
ὀλολυγόνα — ὀλολῡγόνα , ὀλολυγών croaking of the male frog fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STRIX — apud Horatium Epod. od. 5. v. 20. Plitmamque nocturnae Strigis; Statium Theb. l. 3. v. 511. Nocturnaeque gemunt Striges Alios: Hebraice bahbenot ianna est nonnullis, apud Ieremiam c. 50. v. 39. qui ululae quondam speciem Strigem, et ὀλολυγόνα sic … Hofmann J. Lexicon universale
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek