-
1 ολιγαρχικής
-
2 ὀλιγαρχικῆς
-
3 ὅρος
Aὄρβος 700.1
); Cret. and Arg. [full] ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. [full] ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; [dialect] Ion. [full] οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian [full] ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark,ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421
;λίθον.., τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405
;ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol.
ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., , etc.: in dat., (lyr.): with a single gen.,ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr. 790
; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg. 785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ;ὅροι τρεῖς ἁρμονίας.., νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R. 443d
; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216;ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144
: abs., εἰς τὸν τόπον.., ἐν οἷς ἂν.. ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg. 849e; decision of a magistrate,ὅρον δώσω PThead.15.20
(iii A.D.); soὅρον προσγράψαι D.23.40
;ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73
;εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92
;τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d
, etc.: also in pl., bounds, boundaries,ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52
, cf. 125;τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17
;ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας.. ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
;ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c
.2 metaph.,ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag. 1154
(lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ;ὅπως.. ὅροι τεθεῖεν Is.6.36
: with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν),ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1
, cf. 25.69 ;δανείζειν τοὺς ἱερέας.. ἐπὶ χωρίῳ.. καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29
, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 ([place name] Amorgos), 22.2642,al.c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν.. Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT 1219 ;ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296
; rule, canon,εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7
;ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R. 551a
;ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol. 1294a10
;ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr. 237d
: hence, end, aim,ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105
.IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr. 24b16, Cael. 282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN 1142b24, cf. APr. 25b33 sq.: hence,b definition,ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top. 101b39
, cf. 139a24, al. ; defined asἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75
: in pl., title of pseudo-Platonic work.3 pl., terms, conditions,συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε.. CPR19.8
(iv A.D.).4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.)
См. также в других словарях:
ὀλιγαρχικῆς — ὀλιγαρχικός oligarchical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… … Dictionary of Greek
Ανδροκλείδης — (4ος αι. π.Χ.).Θηβαίος πολιτικός. Ήταν ένας από τους αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης που χρηματοδότησε την εκστρατεία των Θηβαίων εναντίον της Σπάρτης, με χρήματα που του είχε δώσει ο Ρόδιος Τιμοκράτης. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις… … Dictionary of Greek
Απολλωνίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λύδιος στρατιωτικός του Κύρου (5ος αι. π.Χ.). Τον έδιωξαν από το στρατόπεδο επειδή, μετά τη σφαγή των Ελλήνων στρατηγών, συμβούλεψε να δηλώσουν πλήρη υποταγή στον Αρταξέρξη. 2. Ευνοούμενος του Φίλιππου B’ της… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Δημοφών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κελεού και της Μετάνειρας, οι οποίοι στη μυθολογία αναφέρονται ως βασιλιάδες της Ελευσίνας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Δήμητρα, κατά την περιπλάνησή της ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την αρπαγή της… … Dictionary of Greek
Λιγυρική Δημοκρατία — Ιστορικό, βραχύβιο κράτος της Ιταλικής χερσονήσου (1797 1805). Δημιουργήθηκε στο έδαφος της ολιγαρχικής Δημοκρατίας της Γένοβας, μετά την κατάληψή της από τα γαλλικά στρατεύματα. Το σύνταγμά του διαμορφώθηκε με βάση το γαλλικό. Ουσιαστικά, η… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek