Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀλιγαρχικῆς

См. также в других словарях:

  • ὀλιγαρχικῆς — ὀλιγαρχικός oligarchical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν …   Dictionary of Greek

  • φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… …   Dictionary of Greek

  • Ανδροκλείδης — (4ος αι. π.Χ.).Θηβαίος πολιτικός. Ήταν ένας από τους αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης που χρηματοδότησε την εκστρατεία των Θηβαίων εναντίον της Σπάρτης, με χρήματα που του είχε δώσει ο Ρόδιος Τιμοκράτης. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις… …   Dictionary of Greek

  • Απολλωνίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λύδιος στρατιωτικός του Κύρου (5ος αι. π.Χ.). Τον έδιωξαν από το στρατόπεδο επειδή, μετά τη σφαγή των Ελλήνων στρατηγών, συμβούλεψε να δηλώσουν πλήρη υποταγή στον Αρταξέρξη. 2. Ευνοούμενος του Φίλιππου B’ της… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Δημοφών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κελεού και της Μετάνειρας, οι οποίοι στη μυθολογία αναφέρονται ως βασιλιάδες της Ελευσίνας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Δήμητρα, κατά την περιπλάνησή της ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την αρπαγή της… …   Dictionary of Greek

  • Λιγυρική Δημοκρατία — Ιστορικό, βραχύβιο κράτος της Ιταλικής χερσονήσου (1797 1805). Δημιουργήθηκε στο έδαφος της ολιγαρχικής Δημοκρατίας της Γένοβας, μετά την κατάληψή της από τα γαλλικά στρατεύματα. Το σύνταγμά του διαμορφώθηκε με βάση το γαλλικό. Ουσιαστικά, η… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»