-
1 ἰός
Aἰά Il.20.68
(Cypr., acc. to AB1095):— arrow,ἰὸν ἕηκε Il.1.48
;βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8.514
, cf. A.Pers. 461;ἧκεν κομήτην ἰόν S.Tr. 567
. (Cf. Skt. í[snull ] 'arrow'.)------------------------------------A poison, as of serpents, A.Eu. 478, S.Tr. 771, E. Ion 1015, Plu.2.562c, etc.; venom of a mad dog, Ruf.Fr.118; ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν, of honey with which snakes fed Iamos, Pi.O.6.47: metaph., of envy, A.Ag. 834. (Cf. Skt. vi[snull ]ám 'poison', Lat. vīrus.)------------------------------------A rust on iron, or verdigris on copper and bronze, Sapph.141 (dub.), Thgn.451, Pl.R. 609a, Ti. 59c, Theoc.16.17;ἰ. σιδήρου Dsc.5.80
;ἰ. χαλκοῦ Hp.Mul.1.75
, Dsc.5.79, Gal.12.218; patina on bronze statues, (Chios, iv B.C.), cf. Plu.2.395b. (Perh. identical withἰός B.
)------------------------------------ἰός [ῐ], ἴᾰ, ἰόν,A one, commonest in fem. (v. εἷς): neut.ἰῷ κίον ἤματι Il.6.422
: masc. dat. ἰῷ, = ἐκείνῳ, Leg.Gort.8.8; but, = ἑνί, ib.7.23; acc., τόν γ' ἰὸν ἐνιαυτόν the same year, IG5(1).1390.126 (Andania, i B.C.); ἰός, = μόνος, acc. to Trypho ap.A.D.Pron.56.4. -
2 ιός
ιός, ὁ (ἵημι?), 1) das Geworfene, Geschoffene, der Pfeil; ἰὸν ἕηκε Il. 1, 48; βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8, 514; χαλκήρης Od. 1, 262, ταχύς, πτερόεις u. ä., mit einem heterogenen plur. ἰά, Il. 20, 68; βαλὼν ἰῷ ἀπὸ νευρῆς Hes. Sc. 409; Tragg., Aesch. Pers. 453 Soph. Phil. 166 Eur. I. T. 1378. – 2) das Gift, das die giftigen Thiere von sich geben; ἐχίδνης Soph. Tr. 768; δρακόντων Eur. Ion 1015 u. A.; übertr., δύςφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προςήμενος Aesch. Ag. 808; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 478; τοῦτο τὸ ψεῦδος ἰὸν ἔχει, νέμεται τὴν ψυχήν Plut. de superstit. 1. – Pind. nennt Ol. 6, 47 den Honig ἀμεμφὴς ἰὸς μελισσᾶν. – 3) der Rost (den Metalle ausschwitzen); an Eisen, Theogn. 451 Plat. Tim. 59 c Rep. X, 609 a; an Kupfer, Grünspan, Theophr. u. Sp.
-
3 ἰός
ἰός, οῦ, ὁ (Pind. et al.; pap, LXX; TestJob 43:8; TestReub 5:6; ApcMos 19)① poison, venomⓐ lit. ἰὸν ἐχίδνης Papias (11:2) and ἰὸς ἀσπίδων (TestJob 43:12; cp. Appian, Mithr. 88 §490 ἰὸς ὄφεων; Philo, Leg. ad Gai. 166; Jos., Bell. 1, 601; Constant. Manasses 4, 39 H.) Ro 3:13 (Ps 13:3; 139:4). Of animal (i.e. snake; s. θηρίον 1aβד) poison also Hs 9, 26, 7. These passages, as well as Hv 3, 9, 7 and ITr 6:2 v.l., show that the transition to the fig. use was easy.ⓑ fig. (Aeschyl., Eum. 730 al.; Herm. Wr. p. 480, 15 Sc.; Test Reub 5:6) Js 3:8.② corrosion, rust (Theognis 451; Pla., Tim. 59c, Rep. 10, 609a; Theocr. 16, 17 et al.; SIG2 587, 310 [329 B.C.] σίδηρος καταβεβρωμένος ὑπὸ τοῦ ἰοῦ; SIG 284, 15; Herm. Wr. 14, 7; Ezk 24:6, 11f; EpJer 10 and 23; Philo, Div. Rer. Her. 217 [χρυσὸς] ἰὸν οὐ παραδέχεται, gold is praised for being rust-proof; sim. Theognis 449–52; but if not adequately refined or subject to chemical pollution some metals in a gold object would be subject to oxidation) Js 5:3; Dg 2:2.—DELG ἰός (3). M-M. TW. -
4 ιός
-
5 ἰός
-
6 Ίος
-
7 Ἴος
-
8 ιός
ιός, ὁ, (1) das Geworfene, Geschossene, der Pfeil. (2) das Gift, das die giftigen Tiere von sich geben; Honig ἀμεμφὴς ἰὸς μελισσᾶν. (3) der Rost (den Metalle ausschwitzen); an Eisen; an Kupfer: Grünspan -
9 ἴος
-
10 Ιος
ἡ Иос (остров в Эгейском море, к югу от Наксоса и к сев. от Теры) Arst., Plut. -
11 ἰός
1 venom met. δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey O. 6.47 -
12 ἱός
-
13 ἶός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἶός
-
14 ἴος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἴος
-
15 ἰός 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰός 1
-
16 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
17 ἰός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰός
-
18 ιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιός
-
19 ἰός
1. яд; 2. ржавчина.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰός
-
20 ἰὸς
ржавчинаядΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰὸς
См. также в других словарях:
ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού … Dictionary of Greek
σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] … Dictionary of Greek
ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι … Dictionary of Greek
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek