Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱστοπέδη

См. также в других словарях:

  • ἱστοπέδη — a piece of wood fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστοπέδῃ — ἱστοπέδη a piece of wood fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστοπέδη — η (Α ἱστοπέδη και δωρ. τ. ίστοπέδα) η εγκοπή ή υποδοχή τής τρόπιδας, ή καρένας, μέσα στην οποία στερεώνεται η βάση τού ιστού ||.νεοελλ. άνοιγμα στο κατάστρωμα τών πλοίων απ όπου περνά και στηρίζεται ο ιστός, κν. τρύπα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ἱστοπέδην — ἱστοπέδη a piece of wood fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • δεραιοπέδη — δεραιοπέδη, η (Α) η δεροπέδη, το περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)] …   Dictionary of Greek

  • επιτμητικός — ἐπιτμητικός, ή, όν (Μ) [επίτμηση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίτμηση ή που έχει υποστεί επίτμηση («οὗ δεσμοῡ καὶ τῆς κατ’ ὀρθὸν στάσεως σύμβολον ἐπιτμητικὸν ἡ ἱστοπέδη φαίνεται», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • ιστοδόκη — η (Α ἱστοδόκη) διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη τού πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός νεοελλ. η ιστοπέδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη κυμο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • ληνίς — (I) ληνίς, ίδος, ἡ (ΑM) [Λήναι] η βακχεύουσα, η Βάκχη. (II) ληνίς, ίδος, ἡ (Α) [ληνός] 1. σκάφη για πότισμα ζώων 2. σκάφη ζυμώματος 3. η ιστοπέδη, το μέρος που υποδέχεται τον ιστό πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»