Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱρεύς

См. также в других словарях:

  • ιρεύς — ἱρεύς, ὁ (Α) ιων. και επικ. τ. τού ιερεύς* …   Dictionary of Greek

  • ἱρεύς — ἱερεύς priest masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»