-
1 ιρηίη
-
2 ἱρηίη
-
3 ἱρηίη
-
4 ἱρηΐη
-
5 ιρηιη
-
6 ἱέρεια
-
7 ιερεια
-
8 ἱράομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱράομαι
См. также в других словарях:
ἱρηίη — ἱρηΐη , ἱέρεια a priestess fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)