-
1 ιππομαχία
ἱππομαχίᾱ, ἱππομαχίαhorse-fight: fem nom /voc /acc dualἱππομαχίᾱ, ἱππομαχίαhorse-fight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱππομαχίαι, ἱππομαχίαhorse-fight: fem nom /voc plἱππομαχίᾱͅ, ἱππομαχίαhorse-fight: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιππομαχια
-
3 ἱππομαχία
Βλ. λ. ιππομαχία -
4 ἱππομαχίᾳ
Βλ. λ. ιππομαχία -
5 ιππομαχία
η конный бой -
6 ἱππομαχία
ἱππομᾰχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππομαχία
-
7 ἱππομαχία
ἱππο-μαχία, ἡ, Reiterkampf -
8 ιππομαχίας
ἱππομαχίᾱς, ἱππομαχίαhorse-fight: fem acc plἱππομαχίᾱς, ἱππομαχίαhorse-fight: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἱππομαχίας
ἱππομαχίᾱς, ἱππομαχίαhorse-fight: fem acc plἱππομαχίᾱς, ἱππομαχίαhorse-fight: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ιππομαχίαι
ἱππομαχίαhorse-fight: fem nom /voc plἱππομαχίᾱͅ, ἱππομαχίαhorse-fight: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 ἱππομαχίαι
ἱππομαχίαhorse-fight: fem nom /voc plἱππομαχίᾱͅ, ἱππομαχίαhorse-fight: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ιππομαχίαν
-
13 ἱππομαχίαν
-
14 ἐλάσσων
ἐλάσσων, att. ἐλάττων, ον, gen. ονος, compar. zu ἐλαχύς, w. m. s., geringer, kleiner, Ggstz von μείζων, Soph. Tr. 323; Plat. Phaed. 70 e u. sonst; von πλέον, Eur. Phoen. 510; Plat. Phil. 24 c; von οἱ πολλοί, Rep. IX, 431 d; οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι Aesch. Pers. 799; folgde Dichter u. in Prosa. Von der Zeit, kürzer, βίος Plat. Tim. 75 d. – Bes. ἔλασσον ἔχειν, den Kürzeren ziehen, τῇ μάχῃ Her. 9, 102; ἐν ἱππομαχίᾳ Thuc. 2, 22; im Proceß, Dem. 18, 124; δίκαιος ἀδίκου ἔλ. ἔχει Plat. Rep. I, 343 d; ἔλαττον ὑπὸ τῶν προςηκόντων ἔχοντες, beeinträchtigt von, Lys. 32, 1; Sp., die auch χρημάτων, ἡδονῆς ἐλάττων, dem Gelde, der Luft fröhnend, verbinden, wie Xen. Lac. 5, 8 σιτίων ἐλ. Uebh. nachstehend, οὐδενὸς ἐλάττων Ar. Vesp. 1270; von Sachen, οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. 12, 89, wie D. Hal. 1, 16 οὐδενὸς ἔλ. ἄγος ϑέμενοι; Sp. – Von der Zahl, weniger, Her. 3, 121; οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Xen. Hell. 4, 2, 16; μὴ ἔλαττον ἢ μυρίους Κυζικηνοὺς αἰτεῖν An. 5, 10, 5; häufig ohne ἤ, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα D. Sic. 14, 8; – περὶ ἐλάττονος ποιεῖσϑαί τινος, geringer achten als Etwas, Her. 6, 6; Lys. 1, 26; Isocr. 18, 63; ἐν ἐλάττονι ποιεῖσϑαι, ϑέσϑαι, Ath. XII, 537 c; Pol. 4, 6, 12; – ἔλασσον, adverbial, weniger, Soph. El. 588; πλέον ἢ ἔλασσόν τινος μετέχειν Plat. Phaed. 93 d; ἔλασσον ἄπωϑεν, d. i. näher, Thuc. 4, 67; μὴ ἔλαττον δέκα ἔτη γεγονότες Plat. Legg. IX, 856 d; ἑλόμενος μὴ ἔλαττον ἑκατὸν ἀνδρῶν, nicht weniger als hundert, VI, 754 c.
-
15 ελασσον
атт. ἔλαττον adv.1) меньше, менее(πλέον ἢ ἔ. Plat.; ἔ. ἄπωθεν Thuc.)
μέ ἔ. δέκα ἔτη γεγονότες Plat. — не моложе десяти лет2) ниже, слабее, хужеἔ. τινος ἔχειν Plat. — быть слабее кого-л.;
ἔ. ἔχειν Dem. и ἔ. ἔχειν τῇ μάχῃ Her. — (по)терпеть поражение;ἔ. ἔχειν ἐν τῇ ἱππομαχίᾳ Thuc. — быть разбитым в конном сражении - см. тж. ἐλάσσων -
16 ιππομαχίαις
-
17 ἱππομαχίαις
-
18 πεζομαχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζομαχία
См. также в других словарях:
ἱππομαχία — ἱππομαχίᾱ , ἱππομαχία horse fight fem nom/voc/acc dual ἱππομαχίᾱ , ἱππομαχία horse fight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομαχίᾳ — ἱππομαχίαι , ἱππομαχία horse fight fem nom/voc pl ἱππομαχίᾱͅ , ἱππομαχία horse fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππομαχία — η (Α ἱππομαχία) [ιππομάχος] μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ιππομαχία — η μάχη του ιππικού με άλλο ιππικό: Συνάπτω ιππομαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππομαχίας — ἱππομαχίᾱς , ἱππομαχία horse fight fem acc pl ἱππομαχίᾱς , ἱππομαχία horse fight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομαχίαι — ἱππομαχία horse fight fem nom/voc pl ἱππομαχίᾱͅ , ἱππομαχία horse fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομαχίαν — ἱππομαχίᾱν , ἱππομαχία horse fight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гиппомахия — (Ίππομαχία) Так называлось у греков кавалерийское сражение … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἱππομαχίαις — ἱππομαχία horse fight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππαιχμία — ἱππαιχμία, ἡ (Α) [ίππαιχμος] μάχη ιππικού, ιππομαχία … Dictionary of Greek