-
1 ἱππο-μαχία
ἱππο-μαχία, ἡ, Reiterkampf, Plat. Lach. 193 b Thuc. 2, 22 u. Sp.
-
2 ἱππομαχία
ἱππο-μαχία, ἡ, Reiterkampf -
3 ιππομαχια
См. также в других словарях:
κενταυρομαχία — η (Α κενταυρομαχία) μάχη με τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μαχία (< μαχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχία, ταυρο μαχία] … Dictionary of Greek
κοκορομαχία — η 1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα 2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μαχία (< μάχος <… … Dictionary of Greek
κωρυκομαχία — η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία) άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο… … Dictionary of Greek
μηλομαχία — μηλομαχία, ἡ (Α) μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ξιφο μαχία] … Dictionary of Greek
οικομαχία — οἰκομαχία, ἡ (Α) οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ναυ μαχία] … Dictionary of Greek