Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱπποκράτει

См. также в других словарях:

  • Ἱπποκράτει — Ἱπποκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἱπποκράτεϊ , Ἱπποκράτης masc dat sg (epic ionic) Ἱπποκράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατεῖ — ἱπποκρατέω to be superior in horse pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἱπποκρατέω to be superior in horse pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκράτει — ἱ̱πποκράτει , ἱπποκρατέω to be superior in horse imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἱπποκρατέω to be superior in horse pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἱπποκρατέω to be superior in horse imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭРОТИАН —    • Erotiānus,          Έρωτιανός, греческий грамматик, живший при Нероне, написал глоссарий к сочинениям Гиппократа (τω̃ν παρ Ίπποκράτει λέξεων συναγωγή), который сохранился до сих пор, хотя и не в первоначальной редакции. Изд. Franz (1780) …   Реальный словарь классических древностей

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • Ερωτιανός — (1oς αι. μ.Χ.). Γραμματικός από την Αλεξάνδρεια. Ο Ε. έγραψε πολλά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι η Συναγωγή των παρ’ Ιπποκράτει λέξεων (το οποίο αφιέρωσε στον αρχίατρο του Νέρωνα, Ανδρόμαχο) και τα Υπομνήματα του Γαληνού, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»