Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἰσχνό-φωνος

См. также в других словарях:

  • ισχυρόφωνος — ἰσχυρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ισχόφωνος — ἰσχόφωνος, ον (Α) ισχνόφωνος, τραυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. τού επιθ. ἰσχνόφωνος*, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»