Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰούλους

См. также в других словарях:

  • Ἰούλους — Ἴουλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλους — ἴουλος down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • οστρυά — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… …   Dictionary of Greek

  • CANTILENA Rollandi — apud Wilhelmum Malmesbur. de gestis Regum Anglor. l. 3. Albericum Matthaeum Paris. Matthaeum Westmonaster. Alios, A. C. 1066. de Wilhelmo Notho, ad proelium contra Hataldum sese apparante: Tunc Cantilena Rollandi inchoata, ut Martium viri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JULUS — I. JULUS Aeneae, fil. qui et Ascanius. Virg. Aen. l. 1. v. 271. At puer Astanius, cuis nuc cognomen Iulo Additur (Ilus erat, dum res stetit Ilia regno.) II. JULUS Graece Ι῎ουλος, carminis genus, quo in messe olim Ceretem et Liberam Graeci,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCROFA in Glossis MSS — γρόμφαινα, porca est plus simplici vice feta, de qua vide hic in vocibus Porca, Suminata et Sus. Item machina ad suffodiendos urbium obsessarum muros, apud Guil. Tyrium l. 3. c. 5. l. 17. c. 24. l. 18. c. 19. Fulcherium Carnot. l. 1. c. 18. Matth …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»