Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰθύντειρα

См. также в других словарях:

  • ιθύντειρα — ἰθύντειρα, ἡ (Α) βλ. ιθυντήρ …   Dictionary of Greek

  • ἰθύντειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»