Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἡραίων

См. также в других словарях:

  • Ἡραίων — Ἥραιον neut gen pl Ἡραί̱ων , Ἡραῖος of Hera fem gen pl Ἡραί̱ων , Ἡραῖος of Hera masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηραίος — ἡραῑος, αία, ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α) 1. αυτός που ανήκει στην Ήρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῑον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν) ναός τής Ήρας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῑα γιορτή προς τιμήν τής Ήρας 4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῑος (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Κυδίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Καταγόταν από την Αθήνα και είχε ευγενική καταγωγή. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ερωτευμένος μαζί της ο Aκόντιος, ένας νέος από την Κέα· οι δύο νέοι έτυχε κάποτε να βρεθούν στη γιορτή της Άρτεμης στη Δήλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»