-
1 Ήδυλος
-
2 Ἥδυλος
-
3 ήδυλος
-
4 ἥδυλος
-
5 ἡδύλος
-
6 Ηδύλου
-
7 Ἡδύλου
-
8 ηδύλη
-
9 ἡδύλη
-
10 ηδύλης
-
11 ἡδύλης
-
12 ηδύλου
-
13 ἡδύλου
-
14 ἡδυλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυλίζω
-
15 δρῑμύς
δρῑμύςGrammatical information: adj.Meaning: `sharp, herb, bitter' (Il.).Compounds: δριμυλέων as philosophical surname (Gal.)Derivatives: δριμύλος (Mosch.; dimin., cf. ἡδύλος etc. Chantr. Form. 250); δριμύτης, - ητος f. `sharpness etc.' (Ion.-Att.). Denomin. δριμύσσω `cause a biting pain' (esp. medic.; Debrunner IF 21, 243) with δρίμυξις and δριμυγμός; also δριμεύω (Anon. in EN).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The old interpretation as `splitting, cutting from *δρῑ̆σ-μύς (for *δρῑ̆σ-μός) is not convincing (Persson Beitr. 2, 779). No etymology; Pre-Greek?Page in Frisk: 1,418Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρῑμύς
-
16 ἡδύς
Grammatical information: adj.Meaning: `sweet, tasteful, pleasant, pleasing' (Il.);Compounds: very often as 1. member, e. g. ἡδυ-επής `with sweet words, sounding pleasant' (Il.); as 2. member - ηδής, s. ἥδομαι. On ἡδίων (rare a. late ἡδύτερος), ἥδιστος s. Seiler Steigerungsformen 57f.Derivatives: ἥδυμος `sweet, comforting', dactylic variant of ἡδύς, of ὕπνος (Il.; in Hom. always wrongly νήδυμος, s. Bechtel Lex. s. v., Leumann Hom. Wörter 44f.), also Α῝δυμος as PN; cf. ἔτυμος and Schwyzer 494, Chantraine Formation 151f.; ἡδύλος `id.', hypocoristic enlargement (A. D., EM) with ἡδυλίζω `flatter, tempt' (Men.), ἡδυλίσαι συνουσιάσαι, ἡδυλισμός συνουσία H.; also as PN with ` Ηδυλίνη (Attica IVa), ` Ηδύλειος (Delos IIIa); further ` Ηδυτώ (Attica Va; after Έρατώ a. o.), ` Ηδάριον (Rhodes; after the dimin. in - άριον). Backformation ἦδος `vinegar' (Ath.), cf. γᾶδος (= Ϝ-) γάλα, ἄλλοι ὄξος H., on the meaning Schwyzer Festschrift Kretschmer 244ff.; also Pisani KZ 68, 176f. (where unclear Arm. k`ac̣ax `vinegar' is discussed). Denomin. verb ἡδύνω `sweeten, make tasteful, spice' (IA.) with ἥδυσμα, - μάτιον `spice' (Ion.-Att.), ἡδυσμός, ἡδυν-τός, - τικός, - τήρ `spiced etc.' (also from salt).Etymology: Old word for `sweet', identical with Skt. svādú-, Gaul. Suadu-rīx, - genus, IE *sueh₂dú-s; also Lat. suāvis, Germ., e. g. OHG suozi, OE. swēte `sweet'. The full grade perhaps from the comparative ἡδίων, Skt. svā́dīyas- (also ἥδιστος = svā́diṣṭha-). The zero grade in Lith. súdyti `spice, salt', Skt. sūdáyati, perf. pl. su-ṣūd-imá `make tasteful'. - Forms in W.-Hofmann s. suāvis. S. also ἥδομαι, ἁνδάνω.Page in Frisk: 1,623Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡδύς
См. также в других словарях:
Ἥδυλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥδυλος — ἡδύλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηδύλος — (3oς αι. π.Χ.).Αθηναίος επιγραμματοποιός. Έγραψε πλήθος επιγραμμάτων, στα περισσότερα από τα οποία εξυμνεί το κρασί. Ορισμένα από αυτά υπήρχαν στη συλλογή του Μελέαγρου, που είχε καταρτιστεί το 80 π.Χ. με τον τίτλο Στέφανος, ενώ έντεκα που… … Dictionary of Greek
ἡδύλη — ἡδύλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύλης — ἡδύλος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡδύλου — Ἥδυλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύλου — ἡδύλος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» … Dictionary of Greek
ηδύλειος — ἡδύλειος, α, ον (Α) [Ηδύλος] επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.) … Dictionary of Greek