Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡδύλος

См. также в других словарях:

  • Ἥδυλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδυλος — ἡδύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηδύλος — (3oς αι. π.Χ.).Αθηναίος επιγραμματοποιός. Έγραψε πλήθος επιγραμμάτων, στα περισσότερα από τα οποία εξυμνεί το κρασί. Ορισμένα από αυτά υπήρχαν στη συλλογή του Μελέαγρου, που είχε καταρτιστεί το 80 π.Χ. με τον τίτλο Στέφανος, ενώ έντεκα που… …   Dictionary of Greek

  • ἡδύλη — ἡδύλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύλης — ἡδύλος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡδύλου — Ἥδυλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύλου — ἡδύλος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» …   Dictionary of Greek

  • ηδύλειος — ἡδύλειος, α, ον (Α) [Ηδύλος] επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»