Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δριμύτης

См. также в других словарях:

  • δριμύτης — δρῑμύτης , δριμύτης acridness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1102 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ δριμύτης, πικρότης acrimonia, acerbitas. որ եւ ԿԾՈՒԹԻՒՆ. Կծու գոլն. բա՛րկ թթուութիւն. դառնութիւն. եկ կծողութիւն. ... *Ծխաշունչ կծուութիւն ինչ ʼի փորէ ʼի վեր բուրիցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δριμυτήτων — δρῑμυτήτων , δριμύτης acridness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτησι — δρῑμύτησι , δριμύτης acridness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτησιν — δρῑμύτησιν , δριμύτης acridness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητα — δρῑμύτητα , δριμύτης acridness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητας — δρῑμύτητας , δριμύτης acridness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητες — δρῑμύτητες , δριμύτης acridness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητι — δρῑμύτητι , δριμύτης acridness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητος — δρῑμύτητος , δριμύτης acridness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»