Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμεροκαλλές

См. также в других словарях:

  • ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] …   Dictionary of Greek

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεροκαλλίς — η (Α ἡμεροκαλλίς) νεοελλ. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες αρχ. το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero (πρβλ. ημερ(ο) * + callis < calles (πρβλ. καλλής < κάλλος)] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • κρινάνθεμον — κρινάνθεμον, τὸ (Α) 1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών 2. το φυτό ημεροκαλλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρανθής — ές, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές α) το φυτό ἡμεροκαλλές* β) το φυτό υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»