-
1 ἡμεροκαλλές
A Martagon lily, Lilium Martagon, Cratin.98.5, Thphr.HP6.1.1, 6.6.11, Dsc.3.122:—also [full] ἡμεροκατάλλακτον, τό, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεροκαλλές
-
2 ἡμεροκαλλές
ἡμερο-καλλές, τό, Tagblume -
3 hemerocalles
hēmerocalles, is, n. (ἡμεροκαλλές, nur einen Tag schön), die Trichterglitze, eine Lilienart, Plin. 21, 59.
-
4 hemerocalles
hēmerocalles, is, n. (ἡμεροκαλλές, nur einen Tag schön), die Trichterglitze, eine Lilienart, Plin. 21, 59.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > hemerocalles
-
5 βολβός
βολβός, ὁ,A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec. 1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr. 926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85. -
6 κρινάνθεμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρινάνθεμον
-
7 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές,II τὸ π., = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122; = ὑάκινθος, Id.4.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρανθής
-
8 ἀντικάνθαρον
ἀντικάνθαρον,=ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.II perh. cost of carriage, Just.Edict.13.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικάνθαρον
-
9 κρίνον
Grammatical information: n.Meaning: `white lily' (IA.), also name of a dance (Apolloph.; s. Lawler AmJPhil. 65, 75ff.).Compounds: Some compp. as κριν-άνθεμον `houseleek, ἡμεροκαλλές' (Hp., Ps.-Dsc.), καλαμό-κρινον `kind of κάλαμος, that reminds κρίνον' (Aët.; Strömberg Wortstudien 13).Derivatives: κρίνινος `of lilies' (pap., Gal.), κρινωτός `ornamented with lilies' (Aristeas); κρινωνιά `bed of lilies' (Suid.), `lily' (Thphr.); Scheller Oxytonierung 71; cf. also ἰωνιά (s. ἴον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Foreign word; cf. Schrader-Nehring Reallexikon 2, 11. Hehn, Kulturpflanzen 245. - Fur. 245 (unclear).Page in Frisk: 2,20Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρίνον
См. также в других словарях:
ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ημεροκαλλίς — η (Α ἡμεροκαλλίς) νεοελλ. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες αρχ. το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero (πρβλ. ημερ(ο) * + callis < calles (πρβλ. καλλής < κάλλος)] … Dictionary of Greek
ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
κρινάνθεμον — κρινάνθεμον, τὸ (Α) 1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών 2. το φυτό ημεροκαλλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον] … Dictionary of Greek
πορφυρανθής — ές, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές α) το φυτό ἡμεροκαλλές* β) το φυτό υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής)] … Dictionary of Greek