-
1 πορφυρ-ανθής
πορφυρ-ανθής, ές, mit purpurner Blüthe, κρίνα, Theophr. bei Ath. XV, 681 b.
-
2 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές, u. πορφυρ-άνθεμος, mit purpurner Blüte -
3 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές,II τὸ π., = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122; = ὑάκινθος, Id.4.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρανθής
См. также в других словарях:
χλοανθής — ές, Α χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. πορφυρ ανθής, χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek