-
1 ύδνον
-
2 ὕδνον
-
3 ὕδνον
-
4 υδνον
τό бот., предполож. трюфель Plut. -
5 ὕδνον
-
6 ὕδνον
ὕδνον, τό, ein eßbarer Schwamm, wahrscheinlich die Trüffel -
7 κεραύνιον
-
8 οἶδνον
οἶδνον, τό, = ὕδνον, Theophr.; Suid. erkl. οἰδήματά τινα γῆς.
-
9 ἄσχιον
ἄσχιον, τό, = ὕδνον, Trüffel.
-
10 трюфель
трюфельм1. τό ὕτνο, τό ὕτανο, τό ὕδνον, ἡ τρούφφά2. (конфета) τό σο-κολατίνι τρούφφα. -
11 ύδνα
-
12 ὕδνα
-
13 ύδνοις
-
14 ὕδνοις
-
15 ύδνου
-
16 ὕδνου
-
17 ύδνων
-
18 ὕδνων
-
19 βολβός
βολβός, ὁ,A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec. 1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr. 926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85. -
20 γεράνειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεράνειον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕδνον — truffle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνα — ὕδνον truffle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνοις — ὕδνον truffle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνου — ὕδνον truffle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνων — ὕδνον truffle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hydnum — Taxobox name = Hydnum image width = 250px regnum = Fungi divisio = Basidiomycota classis = Homobasidiomycetae subclassis = Hymenomycetes ordo = Cantharellales familia = Hydnaceae genus = Hydnum genus authority = L., Fr., 1821 Hydnum is a genus of … Wikipedia
κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] … Dictionary of Greek
υδνόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< … Dictionary of Greek
υδνόφυλλον — τὸ, Α είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον] … Dictionary of Greek
ύδνο — το / ὕδνον, ΝΑ μανιτάρι, γένος βασιδιομυκήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην τάξη πολυπορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και τού οποίου τα περισσότερα είδη είναι εδώδιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί… … Dictionary of Greek