Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠνεμοέσσας

См. также в других словарях:

  • ἠνεμοέσσας — ἠνεμοέσσᾱς , ἠνεμόεις windy fem acc pl ἠνεμοέσσᾱς , ἠνεμόεις windy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνεμόεις — ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα 3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός 4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»