Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠλίβατος

См. также в других словарях:

  • ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη …   Dictionary of Greek

  • ἠλίβατος — high masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτω — ἠλίβατος high masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἠλιβάτας haunting the heights masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλίβατον — ἠλίβατος high masc/fem acc sg ἠλίβατος high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτοιο — ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτοις — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτοισι — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτοισιν — ἠλίβατος high masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτου — ἠλίβατος high masc/fem/neut gen sg ἠλιβάτας haunting the heights masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτους — ἠλίβατος high masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιβάτων — ἠλίβατος high masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»