Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἠγερέθοντο

См. также в других словарях:

  • ἠγερέθοντο — ἠγερέθομαι gather together imperf ind mp 3rd pl (epic) ἠγερέθομαι gather together imperf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγερέθομαι — ἠγερέθομαι (Α) (επιτ. τ. τού ἀγείρομαι, μόνο στο γ πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. τού αγείρω*(θ. αγερ ) παρεκτεταμένο με θ . Απαντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»