-
1 Έσπερ'
-
2 Ἕσπερ'
-
3 έσπερ'
ἕσπερα, ἕσπεροςof: neut nom /voc /acc plἕσπερε, ἕσπεροςof: masc /fem voc sgἕσπεραι, ἑσπέραevening: fem nom /voc pl (ionic) -
4 ἕσπερ'
ἕσπερα, ἕσπεροςof: neut nom /voc /acc plἕσπερε, ἕσπεροςof: masc /fem voc sgἕσπεραι, ἑσπέραevening: fem nom /voc pl (ionic) -
5 Ἑσπερίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπερίτης
-
6 Ἑσπερία
A the Western land, of Italy, Agathyll. ap. D.H.1.49 ; of Spain, Suid. s.v. Ἰβηρία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπερία
-
7 Ἑσπερικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπερικός
-
8 Ἑσπερινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπερινός
-
9 Ἑσπέριον
A citreum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπέριον
-
10 ἑσπέριος
I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs,ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505
; ;ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452
;ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38
; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA 619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose,ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσπέριος
-
11 ἑσπέρισμα
A supper, Philem.Lex. ap. Ath.1.11d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσπέρισμα
-
12 Ἑσπερίς
II as Subst., night-scented stock, Matthiola tristis, Thphr.CP6.17.3, Plin.HN21.39 ; = citreum, Gloss.2 as pr. n., Ἑσπερίδες, αἱ, the Hesperides, daughters of Night, who dwelt in an island, on the western verge of the world, and guarded a garden with golden apples, Hes.Th. 215, E.Hipp. 742 (lyr.), D.S.4.27, etc.: hence quinces,Pamphil.
ap. Ath.2.82d.3 Ἑ. νῆσοι, = Κασσιτερίδες, D.P.563.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑσπερίς
-
13 ἑσπερόθεν
Ἑσπερ-όθεν, Adv.A from the west, Arat.891.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσπερόθεν
-
14 ἐστάλατο
ἐστάλᾰτο, [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass. of στέλλω, Hes.Sc. 288. [full] ἑστάμεν, [suff] Ἑσπερ-άμεναι [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. [tense] pf. inf. of ἵστημι: butGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐστάλατο
-
15 ἕστηκα
A v. ἵστημι.
См. также в других словарях:
Ἕσπερ' — Ἕσπερε , Ἕσπερος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσπερ' — ἕσπερα , ἕσπερος of neut nom/voc/acc pl ἕσπερε , ἕσπερος of masc/fem voc sg ἕσπεραι , ἑσπέρα evening fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
θαλασσινός — ή, ό (Μ θαλασσινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός ο ναυτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek