-
1 Έρωτ'
Ἔρωτα, ἔρωςlove: masc acc sgἜρωτι, ἔρωςlove: masc dat sgἜρωτε, ἔρωςlove: masc nom /voc /acc dual -
2 Ἔρωτ'
Ἔρωτα, ἔρωςlove: masc acc sgἜρωτι, ἔρωςlove: masc dat sgἜρωτε, ἔρωςlove: masc nom /voc /acc dual -
3 έρωτ'
ἔρωτα, ἔρωςlove: masc acc sgἔρωτι, ἔρωςlove: dat sgἔρωτι, ἔρωςlove: masc dat sgἔρωτε, ἔρωςlove: masc nom /voc /acc dual -
4 ἔρωτ'
ἔρωτα, ἔρωςlove: masc acc sgἔρωτι, ἔρωςlove: dat sgἔρωτι, ἔρωςlove: masc dat sgἔρωτε, ἔρωςlove: masc nom /voc /acc dual -
5 ἐρωτίδια
A festival of Eros at Thespiae, Ath.13.561e, Sch.Pi.O.7.154 : also [suff] ἐρωτ-ίδαια IG5(1).656, [suff] ἐρωτ-ίδεια ib.659,7.48, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτίδια
-
6 ἐρωτάω
ἐρωτ-άω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. εἰρωτάω, [var] contr. in Hom. and best codd. of Hdt., as 3.119,4.145,al.: [tense] impf.Aἠρώτων Hp.Epid.7.3
, ([etym.] ἐπ-) Th.7.10, etc. ;εἰρώτα Od.15.423
; [dialect] Ion.εἰρώτευν Hdt.1.158
, part. - τεῦντας v.l. in 3.62 (elsewh.εἰρώτων 3.140
): [tense] fut.- ήσω Hp.VM15
, Pl.R. 350e, etc.: [tense] aor. Iἠρώτησα X.Cyr.4.5.21
, S.Tr. 403, etc.: [tense] pf. :—used in [dialect] Att. to supply the defective tenses of ἔρομαι:—ask, τινά τι something of one,ἅ μ' εἰρωτᾷς Od.4.347
;εἰρωτᾷς μ' ὄνομα κλυτόν 9.364
;ὅσ' ἄν σ' ἐρωτῶ S.OT 1122
;οὐ τοῦτ' ἐρωτῶ σ' Ar.Nu. 641
:—[voice] Pass., to be asked, τι Pl.Lg. 895e, X.Cyr.1.4.3.2 ἐ. τι ask about a thing, A.Pr. 228, Pl.R. 508a ;τιπερί τινος Id.Tht. 185c
; ἐ. ἐρώτημα to ask a question, Id.R. 487e ; τὰς πύστεις ἐρωτῶντες εἰ.. putting the question, whether.., Th.1.5:—[voice] Pass., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρίνασθαι, to answer the question, Th.3.61, X.Mem.4.2.23, etc. ;τὰ ἔμπροσθεν ἠρωτημένα Pl.Lg. 662e
:—[voice] Pass., also with person as subject, ἐρωτηθεὶς τὸ καλόν asked about beauty, Id.Hp.Ma. 289c.3 folld. by indirect question,εἰρώτα..τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Od.15.423
; ἐ. εἰ.. or ἤν.. to ask whether.., Hp.Steril.230, cf. Th.8.53 ;ἐ. ἦ.. A. Th. 181
;αἰτίαν καθ' ἥντινα Id.Pr. 228
;πότεροι.. Ar.Ach. 648
;τοῦτο πρῶτον ἠρώτα, πότερον.. X.An.3.1.7
;ἐ. πῶς δεῖ ποιεῖν Id.Mem.1.3.1
.II question a person,εἰρωτᾷς μ' ἐλθόντα θεὰ θεόν Od.5.97
;ἐ. καὶ ἐλέγχειν Antipho 6.23
; (lyr.):— [voice] Pass., to be questioned,ἐρωτᾶσθαι θέλω Id.IA 1130
.b of sentries, challenge, Aen.Tact.22.12 ; τὸ ἐρωτώμενον the password, Id.26.9.2 in Dialectic, opp. demonstration, question an opponent in order to refute him from his answers, Arist.APr. 24a24 ; τι ib. 42a39 ; hence later, submit, set forth, propound an argument,λόγον Gal.5.257
:—[voice] Pass.,ὁ λόγος..ἠρωτῆσθαι φαίνεται Arr.Epict.2.19.1
;ἐρωτηθέντος τοῦ σοφίσματος S.E.P.2.237
.III later, = αἰτέω, beg, entreat,ἐ. τινὰ τὰ εἰς εἰρήνην LXX
IKi.30.21, al. ; ἐρωτᾶτε τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ ib.Ps.121(122).6 ;ἅ σε ἐρωτῶ PMag.Par.1.272
;ἐ. τινὰ ποιεῖν τι POxy.292.7
(i A.D.), Ev.Luc.8.37, etc. ; ἐ. τινὰ ἵνα.. ib.7.36 ; ὅπως.. ib.7.3, al., PMag.Leid.W.16.13 ;ἐ. τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν Ev.Jo.16.26
. (Perh. from ἐρ (ϝ) ωτάω, cogn. with ἐρ (ϝ) έσθαι (v. ἔρομαι).) -
7 ἐρώτημα
A that which is asked, question, Th.3.54, etc. ; ἡ πρὸς τὸ ἐ. ἀπόκρισις ib.60 ; τὰ ἐ. τοῦ ξυνθήματος asking for the password, Id.7.44 ;ἐ. περί τινος Pl.Prt. 336d
; ἐ. ἐρέσθαι, Id.Phlb. 42e ;διπλᾶ ἔστρεφε τὰ -ήματα Id.Euthd. 276d
.2 in Stoic terminology, a question requiring the answer 'Yes' or 'No', opp. πύσμα, Chrysipp.Stoic.2.61.II in Dialectic, question inviting an answer which may help to refute an opponent, Arist.APr. 64a36(pl.), AP0.77a36, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρώτημα
-
8 ἐρωτηματίζω
A = ἐρωτάω 11.2, Id.Top.155b4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτηματίζω
-
9 ἐρωτηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτηματικός
-
10 ἐρώτησις
A questioning, interrogation, Hp.Steril.213, Pl.Prt. 312d, al., X. Cyr.8.4.13, al. ;ἐ. ποιήσασθαι Isoc.8.58
; τινος about a thing, Pl.Tht. 147c ; ἐρωτήσεως [ἐπιρρήματα] interrogative adverbs, D.T.642.12.II ἐ. ἀντιφάσεως ('Is A B or is it not B ?') Arist.APr. 24a25, b10 ; v. ἐρώτημα11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρώτησις
-
11 ἐρωτητέον
ἐρωτ-ητέον, verb. Adj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτητέον
-
12 ἐρωτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτητικός
-
13 ἐρωτιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτιάς
-
14 ἐρωτιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτιάω
-
15 ἐρωτιδεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτιδεύς
-
16 ἐρωτικός
A of or caused by love, ὀργή, λύπη, Th.6.57,59 ; ἐ. ξυντυχία a love-affair, ib.54 ; ἐ. λόγος a discourse on love, Pl.Phdr. 227c ; ἐ. μέλος a love song, Bion 2.2 ;περὶ ἐ. αἰτίαν Arist.Pol. 1303b22
;ἐ. ἀρετή Phld.D.3
Fr.76 ;ἐ. δυνάμεις Ph.2.481
;δεινὸς περὶ τὰ ἐ. Pl.Smp. 193e
, al.;τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4
; also, = Ἐρωτίδια, Plu.2.748f ; ἡ -κή (sc. φιλία), Arist.EN 1164a3.II of persons, amorous, Pl.R. 474d, Arist.EN 1156b1, Theoc. 14.61, etc. ;περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2
: [comp] Comp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτικός
-
17 ἐρώτιον
II charming, sweet child, Aristaenet.1.19.2 = ἐρωώμενον ([dialect] Tarent.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρώτιον
-
18 ἐρωτίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτίσκος
-
19 ἐρωτίς
A loved one, darling, Theoc.4.59.II as Adj., ἐρωτίδες νῆσοι islands of love, AP7.628 (Crin.). -
20 ἐρωτώτερος
A fond of a thing,πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25
; τὰ τοῦ σώματος -ικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν the cravings of the body, Pl.Smp. 186c. Adv.-κῶς, περιαλγήσας Th.6.54
;ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5
;ἐ. διατίθεσθαι Pl.Smp. 207b
; ἐ. ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib. 222c ;τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτώτερος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἔρωτ' — Ἔρωτα , ἔρως love masc acc sg Ἔρωτι , ἔρως love masc dat sg Ἔρωτε , ἔρως love masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρωτ' — ἔρωτα , ἔρως love masc acc sg ἔρωτι , ἔρως love dat sg ἔρωτι , ἔρως love masc dat sg ἔρωτε , ἔρως love masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννοιανός — ή, ό και γνοιανός και εγνοιανός, ή, ό [έννοια] 1. συλλογισμένος, ανήσυχος («χαρά πολλή σ έτοιο γνοιανό τα μέλη ντου γροικούσι», Ερωτ.) 2. σπουδαίος, σοβαρός («μαντάτα από τού Ρηγός πολλά γνοιανά μού φέρα», Ερωτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το εννοιανό… … Dictionary of Greek
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek
οποδαπός — ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, ή, όν (ΑΜ) (σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.). επίρρ... ὁποδαπῶς (Μ) από πού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής… … Dictionary of Greek
οπόθεν — (ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν) επίρρ. 1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῑν οὐκ ἦγον», Ξεν.) 2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… … Dictionary of Greek