-
1 Ἑλληνικός
A Hellenic, Greek, Hdt.4.108, etc.3 τὸ Ἑ. the Greeks collectively, Hdt.7.139, al.; Greek soldiery, X.An.1.4.13.4 τὰ Ἑ. the history of Greek affairs, Th.1.97, etc.; title of works by X., Theopomp.Hist., etc.; Greek literature, App. BC4.67.II like the Greeks, οὐ.. πατρῷον τόνδ' ἐδεξάμην νόμον, οὐδ' Ἑ. E Alc.684, cf. Ar.Ach. 115, Plu.Luc.41: [comp] Comp.- ώτερος Id.Comp.Lyc.Num.1
;ἡ συγγνώμη τῆς τιμωρίας -ώτερον Lib.Ep.75.4
: [comp] Sup.- ώτατος D.19.308
, D.H.1.89. Adv. - κῶς in Greek fashion, Hdt.4.108, E.IT 660, Antiph.184.III pure Greek, οὐχ Ἑ. λέξις Orusap. Eust.859.55, cf. Ael.Dion.Fr. 207, S.E.M.1.187. Adv. - κῶς in pure Greek, opp. βαρβαρικῶς, Phld.Lib.p.13 O., cf. S.E.M.1.243, Porph. Abst.3.3.2 in Hellenistic Greek, opp. Ἀττικῶς, Moer.1, al.; but also, opp. κοινόν 'in common speech', Id.347,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνικός
См. также в других словарях:
αλλαντοΐδα — ή αλλαντοΐς, η (Βιολ.) εμβρυϊκός υμένας που χαρακτηρίζει τα ανώτερα Σπονδυλόζωα (Ερπετά, Πτηνά, Θηλαστικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < allantois, νεολατιν. επιστημον. όρος < ελλην. ἀλλαντοειδής*. Όπως δείχνει και η ετυμολογική προέλευση τής λέξεως,… … Dictionary of Greek
αλειφατικές ενώσεις — ή άκυκλες ή λιπαρές, οι Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή αλυσίδα και όχι κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aliphatic compounds … Dictionary of Greek