Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔ-κτεν

См. также в других словарях:

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Ctenophora — For the genus of crane flies, see Ctenophora (genus). Comb jellies Temporal range: Cambrian – Recent …   Wikipedia

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • επικτένιον — ἐπικτένιον, τὸ (Α) το τμήμα τού υπογαστρίου πάνω από το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κτεις (γεν. κτεν ός) «χτένι» + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… …   Dictionary of Greek

  • κτενοειδής — ές (Α κτενοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα χτενιού, όμοιος με χτένι νεοελλ. φρ. α) ζωολ. «κτενοειδή λέπια» λεπτά αποστρογγυλωμένα λέπια ψαριών που στο οπίσθιο περιθώριό τους φέρουν κτενοειδείς προεκβολές β) ανατ. φρ. «κτενοειδής σύνδεσμος»… …   Dictionary of Greek

  • κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κτενοποιός — και χτενοποιός, ο (Α κτενοποιός) κατασκευαστής χτενών, χτενάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κτενοπώλης — και χτενοπώλης, ο (Α κτενοπώλης) ο πωλητής χτενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»